-
1 τερύσκομαι
τερύσκω u. τερύσκομαι, aufreiben, entkräften, erschöpfen -
2 τερύσκω
τερύσκω u. τερύσκομαι, = τείρω, τρύω, aufreiben, entkräften, erschöpfen, Hesych.
-
3 τερύσκω
τερύσκω u. τερύσκομαι, aufreiben, entkräften, erschöpfen
См. также в других словарях:
τερύσκομαι — Α 1. (κυρίως στο γ εν. πρόσ.) τερύσκεται (κατά τον Ησύχ.) «νοσεῑ, φθίνει» 2. (στο γ εν. πρόσ. τού παρατ.) (κατά τον Ησύχ.) «ἐτείρετο». [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρυς, τέρυ «ασθενής» + επίθημα σκω (πρβλ. μέθυ: μεθύσκω)] … Dictionary of Greek