-
1 τερψί-χορος
τερψί-χορος, tanzfroh, sich am Tanz, am Reigen ergötzend, freuend, Apollo, Hymn. (IX, 525, 20). S. Τερψιχόρη, N. pr.
-
2 τερψίχορος
τερψί-χορος, tanzfroh, sich am Tanz, am Reigen ergötzend, freuend, Apollo
См. также в других словарях:
τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ … Dictionary of Greek
τερψίχορος — ον, Α (κυρίως ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που τέρπεται, που ευχαριστιέται με τον χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι τού τέρπω*, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + χορος (< χορός), πρβλ. ἀλεξί χορος] … Dictionary of Greek
Τερψιχόρη — Η πέμπτη από τις 9 Μούσες της Πιερίας, προστάτιδα των χορικών και της ορχηστικής τέχνης. Την παριστάνουν πάντα να κρατάει ως σύμβολα πότε λύρα ή τρίγωνο, πότε αυλούς, κιθάρα ή ψαλτήρι. Είχε για ιερό φυτό της τον κισσό, και συνόδευε πάντοτε τον… … Dictionary of Greek