-
1 τερπι-κέραυνος
τερπι-κέραυνος, donnerfroh, der sich an Donner u. Blitz erfreut, Zeus, Hom. oft u. Hes.
-
2 κεραυνός
Grammatical information: m.Meaning: `thunderbolt, lightning' (Il.).Compounds: Compp., e. g. τερπι-κέραυνος (s. v.), ἐγχει-κέραυνος `who has the thunderbolt as spear' (Pi.; after ἐγχει-βρόμος `who thunders with the spear'), also κεραυνο-εγχής `id.' (B.).Derivatives: κεραύνιος `belonging to the thunderbolt', also `struck by a th., hurling the th.' (trag.), also κεραυναῖος (AP 7, 49; Steph. - ειος); κεραύνιον name of a mushroom `Tuber aestivum' (Thphr., Gal.), as protecting against the th. or arisen from a th.; thus κεραυνία = ἀείζῳον μικρόν (Ps.-Dsc.), cf. Strömberg Pflanzennamen 79f.; also name of a stone like κεραυνίας, - νίτης ( PHolm., Clem.; Redard Les noms grecs en - της 55). Denomin. verb κεραυνόομαι, - όω `be struck by a th.', resp. `slay with a th.' (Hes.); κεραύνωσις `thunderstroke' (Str., Plu.).Origin: IE [Indo-European] [578] *ḱerh₂- `shatter, smash'Etymology: Thematic transformation of an r-n-noun *κερα-Ϝαρ, κερα-υν- `shattering' from a lost verb `shatter', which was supplanted by κεραΐζω (s. v.); on the formation s. ἐλαύνω and Schwyzer 521. - (Not here Skt. śáru- `arrow' and Germ., e. g. Goth. haírus `sword' (Bq).Page in Frisk: 1,828Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κεραυνός
-
3 τερπικέραυνος
τερπι-κέραυνος: delighting in thunder, epith. of Zeus.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τερπικέραυνος
-
4 τερπικέραυνος
τερπι-κέραυνος, donnerfroh, der sich an Donner u. Blitz erfreut, Zeus -
5 τερπικεραυνος
См. также в других словарях:
τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ … Dictionary of Greek
χαλκοκέραυνος — ον, Α (ως προσωνυμία λίμνης) αυτός που απαστράπτει σαν τον χαλκό ή, κατ άλλους, αυτός που έχει πληγεί από κεραυνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + κεραυνός (πρβλ. τερπι κέραυνος)] … Dictionary of Greek
αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… … Dictionary of Greek
τερπικέραυνος — ον, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τού Διός) αυτός που χαίρεται με τον κεραυνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερπι τού τέρπω + κεραυνός (για τη μορφή τού α΄ συνθετικού βλ. λ. τέρπω)] … Dictionary of Greek