-
1 τερπότραμις
A = ἡ τῶν ἀφροδισίων τέρψις (Phot.), Telecl.66; expld. by Meineke as ὁ τοῖς ἀφροδισίοις τερπόμενος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τερπότραμις
См. также в других словарях:
τερπότραμις — ἡ, Α (κατά τον Φώτ.) «ἡ τῶν ἀφροδισίων τέρψις». [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρπω + τράμις* «το μεταξύ τού πρωκτού και τού αιδοίου τμήμα»] … Dictionary of Greek