-
1 τερπνοί
τερπνόςdelightful: masc nom /voc pl -
2 φλογοδέρπνοι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλογοδέρπνοι
См. также в других словарях:
τερπνοί — τερπνός delightful masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)