-
1 τερενό-χροος
τερενό-χροος, zsgz. τερενόχρους, = Folgdm, τερενόχροϊ νάρκῃ Opp. Hal. 2, 56.
См. также в других словарях:
τερενόχρους — ουν και οος, οον, Α βλ. τερενόχρως … Dictionary of Greek
τερενόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, και ως επίθ. τερενόχρους, ουν και οος, οον, Α αυτός που έχει τρυφερό, μαλακό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρην, ενος «τρυφερός, μαλακός» + χρως / χροος / χρους (< χρώς, χρωτός / χροός «επιδερμίδα»), πρβλ. ἁπαλό χρως] … Dictionary of Greek