Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τερασκόπος

См. также в других словарях:

  • τερασκόπος — prophetic masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερασκόπος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) βλ. τερατοσκόπος …   Dictionary of Greek

  • τερασκόπον — τερασκόπος prophetic masc/fem acc sg τερασκόπος prophetic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερασκόποι — τερασκόπος prophetic masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερασκόπου — τερασκόπος prophetic masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερασκόπων — τερασκόπος prophetic masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερασκόπῳ — τερασκόπος prophetic masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… …   Dictionary of Greek

  • τερατοσκόπος — ο, ΝΜΑ, και τερασκόπος Α (στην αρχαιότητα) αυτός που παρατηρεί τα ουράνια θεϊκά σημεία και τά ερμηνεύει κάνοντας προφητείες, μάντης («μητραγύρταις καὶ τερατοσκόποις», Ωριγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, ατος + σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»