-
1 τερασκόπος
1 seer τερασκόπος ἁδείας ἐνίπτων ἐλπίδας (Mopsos) P. 4.201 -
2 τερασκοπος
I2наблюдающий знамения, т.е. пророческий, вещий(καρδία Aesch.)
IIὅ гадатель, прорицатель Pind., Aesch., Soph. -
3 τερασκόπος
τερασκόποςprophetic: masc /fem nom sg -
4 τερασκόπος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τερασκόπος
-
5 τερασκόπον
τερασκόποςprophetic: masc /fem acc sgτερασκόποςprophetic: neut nom /voc /acc sg -
6 τερασκόποι
τερασκόποςprophetic: masc /fem nom /voc pl -
7 τερασκόπου
τερασκόποςprophetic: masc /fem /neut gen sg -
8 τερασκόπων
τερασκόποςprophetic: masc /fem /neut gen pl -
9 ἰᾱτρό-μαντις
ἰᾱτρό-μαντις, εως, ὁ, Arzt u. Weissager; καὶ τερασκόπος Aesch. Eum. 62; Ag. 1606 Suppl. 260.
-
10 τερασκόπω
-
11 τερασκόπῳ
-
12 τερατοσκόπος
τερᾰτο-σκόπος, ὁ,A observer of τέρατα, soothsayer, diviner, Pl.Lg. 933c, 933e, Arist.Fr.75, LXX De.18.11: cf. τερασκόπος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τερατοσκόπος
См. также в других словарях:
τερασκόπος — prophetic masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερασκόπος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) βλ. τερατοσκόπος … Dictionary of Greek
τερασκόπον — τερασκόπος prophetic masc/fem acc sg τερασκόπος prophetic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερασκόποι — τερασκόπος prophetic masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερασκόπου — τερασκόπος prophetic masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερασκόπων — τερασκόπος prophetic masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερασκόπῳ — τερασκόπος prophetic masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… … Dictionary of Greek
τερατοσκόπος — ο, ΝΜΑ, και τερασκόπος Α (στην αρχαιότητα) αυτός που παρατηρεί τα ουράνια θεϊκά σημεία και τά ερμηνεύει κάνοντας προφητείες, μάντης («μητραγύρταις καὶ τερατοσκόποις», Ωριγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, ατος + σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ.… … Dictionary of Greek