1 τεοιο
Древнегреческо-русский словарь > τεοιο
2 τεειο
Древнегреческо-русский словарь > τεειο
τεοίο — (τεοῖο) Α (επικ. τ. γεν. τής προσ. αντων. β προσ. συ) βλ. εσύ … Dictionary of Greek
τεοῖο — σύ thou gen 2nd sg (epic) τεός masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)