Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τενοντό-τρωτος

См. также в других словарях:

  • καρδιότρωτος — καρδιότρωτος, ον (Μ) τραυματισμένος στην καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + τρωτος (< τρωτός < τιτρώσκω «τραυματίζω»), πρβλ. μυό τρωτος, τενοντό τρωτος] …   Dictionary of Greek

  • νευρότρωτος — νευρότρωτος, ον (ΑΜ) αυτός που τραυματίστηκε στα νεύρα ή στους τένοντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον «τένοντας» + τρωτός (< τι τρώ σκω «τραυματίζω»), πρβλ. καρδιό τρωτος, τενοντό τρωτος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»