Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τενθεύω

См. также в других словарях:

  • τενθεύω — ΜΑ [τένθης] τρώω με λαιμαργία («ἐξωροπότει καὶ ἤσθιε τενθευόμενος», Νικ. Χων.) …   Dictionary of Greek

  • τενθευόμενος — τενθεύω eat greedily pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τενθεύεσθαι — τενθεύω eat greedily pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τενθεύων — τενθεύω eat greedily pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τενθεία — ἡ, Α [τενθεύω] γαστριμαργία, λαιμαργία («πολλήν τε τενθείαν λέγεις», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • τονθεύομαι — Α τρώω με λαιμαργία, τενθεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. συνδέεται με τη λ. τένθης* «λαίμαργος» με φωνηεντισμό ο (πρβλ. και τόνθων)] …   Dictionary of Greek

  • προυτένθευσαν — προετένθευσαν , πρό τενθεύω eat greedily aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προὐτένθευσαν — προετένθευσαν , πρό τενθεύω eat greedily aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»