-
1 τεναγώδες
τεναγώδηςformed of shoal-water: masc /fem voc sgτεναγώδηςformed of shoal-water: neut nom /voc /acc sg -
2 τεναγῶδες
τεναγώδηςformed of shoal-water: masc /fem voc sgτεναγώδηςformed of shoal-water: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
τεναγῶδες — τεναγώδης formed of shoal water masc/fem voc sg τεναγώδης formed of shoal water neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek