Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τεμπελιάζω

См. также в других словарях:

  • τεμπελιάζω — τεμπελιάζω, τεμπέλιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τεμπελιάζω — Ν [τεμπέλης] είμαι ή γίνομαι τεμπέλης …   Dictionary of Greek

  • τεμπελιάζω — τεμπέλιασα, αδρανώ, απρακτώ, με πιάνει τεμπελιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αραθυμώ — ( άω) (Μ ἀραθυμῶ έω) 1. είμαι νωθρός, τεμπελιάζω 2. ξεκουράζομαι ξεχνώντας τις φροντίδες νεοελλ. 1. λιποθυμώ 2. ανυπομονώ 3. φοβάμαι …   Dictionary of Greek

  • βαριέμαι — και βαριούμαι (Μ βαριοῡμαι και βαριῶμαι) 1. τεμπελιάζω, αδιαφορώ 2. βαριέμαι να..., κουράζομαι να... 3. στενοχωριέμαι, λυπάμαι 4. δυσανασχετώ για κάτι μσν. αγανακτώ, εξοργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα βαριούμαι και βαριέμαι είναι μεταπλασμένοι τ. του αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • επιρραθυμώ — ἐπιρραθυμῶ, έω (Α) [ραθυμώ] είμαι ράθυμος, δείχνω νωχέλεια, τεμπελιάζω …   Dictionary of Greek

  • νοικοκυριό — και νοικοκεριό, το 1. το σύνολο τών επίπλων, σκευών και πραγμάτων που είναι απαραίτητα σε ένα σπίτι, σε μία οικογένεια 2. ο οίκος, το σπιτικό, η οικογένεια («άνοιξαν κι αυτοί το νοικοκυριό τους») 3. η φροντίδα για τα οικονομικά ή για τα… …   Dictionary of Greek

  • ξάπλα — η 1. νωχελική αναπαυτική κατάκλιση 2. ανάπαυση, ξεκούραση («με μάσες και ξάπλες περνάει όλη τη μέρα της») 3. διάθεση, συνήθεια για ανάπαυση, για αδράνεια 4. (ως επίρρ.) σε κατάκλιση, ξαπλωτά («κάθεται ξάπλα μέχρι το μεσημέρι») 5. φρ. «ρίχνω… …   Dictionary of Greek

  • οκνεύω — [οκνός] (στον Ερωτόκρ.) (το ενεργ. και το μέσ.) είμαι ή γίνομαι τεμπέλης, κυριεύομαι από ραθυμία, τεμπελιάζω (α. «αν έχω την απομονή και να μη δεν οκνέψω, / σα σιγανέψουν οι καιροί, ολπίζω να ψαρέψω», Ερωτόκρ. β. «οκνεύεται και να περπατήσει») …   Dictionary of Greek

  • ολημεριάζω — και ολημερίζω και λημεριάζω [ολήμερος] 1. περνώ όλη την ημέρα μου κρυμμένος σε απόκρυφο τόπο, σε λημέρι, κάνω λημέρι, μένω σε λημέρι 2. περνώ κάπου άσκοπα και χωρίς λόγο την ημέρα μου, τεμπελιάζω …   Dictionary of Greek

  • ραδιουργώ — ῥᾳδιουργῶ, έω, ΝΜΑ [ραδιουργός] ενεργώ με δόλιο και πανούργο τρόπο εναντίον κάποιου, φέρομαι ύπουλα και με πονηρία με σκοπό να βλάψω ή και να εξαπατήσω κάποιον, μηχανορραφώ, σκευωρώ αρχ. 1. κάνω κάτι με ευκολία 2. ενεργώ με απερισκεψία, με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»