-
1 лениться
-
2 залениться
-енись, -енишьсяρ.σ. τεμπελιάζω. || αρχίζω να τεμπελιάζω. -
3 отлынивать
ρ.δ.μ. (απλ.) αποφεύγω, φυγοπονώ, οκνεύω, τεμπελιάζω•отлынивать от работы αποφεύγω τη δουλειά, τεμπελιάζω•
отлынивать от уроков βαριέμαι τα μαθήματα.
-
4 бездельничать
бездель||ничатьнесов τεμπελιάζω, εἶμαι χασομέρης. -
5 валять\~ся
валять||\валять\~сяся1. (кататься β чем-л.) κυλιέμαι:\валять\~ся-ся в снегу́ κυλιέμαι στό χιόνι;2. (лежать в беспорядке) εἶναι σκορπισμένα, εἶναι σκόρπια;3. (лежать без дела) τεμπελιάζω:\валять\~сяся на диване εἶμαι ξαπλωμένος στό ντιβάνι; ◊ \валять\~сяся в ногах у кого́-л. παρακαλώ γονατιστός. -
6 гонять
гонятьнесов1. (с одного места на другое) ὁδηγώ, διώχνω:\гонять мяч (шар) χτυπώ τή μπάλλα (τή μπίλλια)· \гонять голубей ἀσχολούμαι μέ τά περιστέρια·2. (кого-л.) στέλνω πολλές φορές:\гонять кого-л. за чем-л. στέλνω κάποιον πολλές φορές γιά κάτι· \гонять взад и вперед πηγαινοφέρνω· ◊ \гонять лодыря разг τεμπελιάζω, κοπανώ ἀέρα. -
7 излениться
изленитьсясов разг τεμπελιάζω, μέ πιάνει τεμπελιά. -
8 лениться
лени́тьсянесов τεμπελιάζω, βαριέμαι. -
9 лодырннчать
лоды||рннчатьнесов разг τεμπελιάζω, φυγοπονώ, ραθυμώ. -
10 облениться
обленитьсясов τεμπελιάζω, γίνομαι ὀκνός. -
11 разлениться
разленитьсясов разг μέ πιάνει τεμπελιά, τεμπελιάζω. -
12 idle
1. adjective1) (not working; not in use: ships lying idle in the harbour.) αργόσχολος,άπρακτος/αχρησιμοποίητος2) (lazy: He has work to do, but he's idle and just sits around.) τεμπέλης3) (having no effect or result: idle threats.) κενός4) (unnecessary; without good reason or foundation: idle fears; idle gossip.) αβάσιμος,άσκοπος2. verb1) (to be idle or do nothing: On holiday they just idled from morning till night.) χασομερώ,τεμπελιάζω2) (of an engine etc, to run gently without doing any work: They kept the car engine idling while they checked their position with the map.) δουλεύω στο ραλαντί•- idler- idleness
- idly
- idle away -
13 lounge
-
14 бездельничать
[μπιζνηέλ'νιτσατ'] ρ. τεμπελιάζω -
15 лениться
[λινίτ'σα] ρ. τεμπελιάζω, βαριέμαι -
16 бездельничать
[μπιζνηέλ'νιτσατ'] ρ τεμπελιάζω -
17 лениться
[λινίτ'σα] ρ τεμπελιάζω, βαριέμαι -
18 балбесничать
ρ.δ. (απλ.) τεμπελιάζω. -
19 бездельничать
ρ.δ.χασομερώ, τεμπελιάζω. -
20 бок
-а, προθτ. о боке, на боку, πλθ. бока а.,1. πλευρό, πλευρά•перевертываться с -у на бок γυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•
спать на -у κοιμάμαι στο πλευρό.
2. πλευρά αντικειμένου.εκφρ.бок о бок – πλάι-πλάι•брать (взять, схватить) за -а – (απλ.) πιάυω από τ’ αυτί (να δόσει λόγο ή υποχρεώνω να κάμει τι)•под боком ή под боком – δίπλα, πλάι, πολύ κοντά•лежать на -у – το πιάνω ξάπλα, τεμπελιάζω•намять, наломать, обломать -а – σπάζω τα πλευρά (ξυλοκοπώ άγρια)•отдуваться своими -ами – πληρώνω τα σπασμένα (άλλου), την πληρώνω εγώ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τεμπελιάζω — τεμπελιάζω, τεμπέλιασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τεμπελιάζω — Ν [τεμπέλης] είμαι ή γίνομαι τεμπέλης … Dictionary of Greek
τεμπελιάζω — τεμπέλιασα, αδρανώ, απρακτώ, με πιάνει τεμπελιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αραθυμώ — ( άω) (Μ ἀραθυμῶ έω) 1. είμαι νωθρός, τεμπελιάζω 2. ξεκουράζομαι ξεχνώντας τις φροντίδες νεοελλ. 1. λιποθυμώ 2. ανυπομονώ 3. φοβάμαι … Dictionary of Greek
βαριέμαι — και βαριούμαι (Μ βαριοῡμαι και βαριῶμαι) 1. τεμπελιάζω, αδιαφορώ 2. βαριέμαι να..., κουράζομαι να... 3. στενοχωριέμαι, λυπάμαι 4. δυσανασχετώ για κάτι μσν. αγανακτώ, εξοργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα βαριούμαι και βαριέμαι είναι μεταπλασμένοι τ. του αρχ.… … Dictionary of Greek
επιρραθυμώ — ἐπιρραθυμῶ, έω (Α) [ραθυμώ] είμαι ράθυμος, δείχνω νωχέλεια, τεμπελιάζω … Dictionary of Greek
νοικοκυριό — και νοικοκεριό, το 1. το σύνολο τών επίπλων, σκευών και πραγμάτων που είναι απαραίτητα σε ένα σπίτι, σε μία οικογένεια 2. ο οίκος, το σπιτικό, η οικογένεια («άνοιξαν κι αυτοί το νοικοκυριό τους») 3. η φροντίδα για τα οικονομικά ή για τα… … Dictionary of Greek
ξάπλα — η 1. νωχελική αναπαυτική κατάκλιση 2. ανάπαυση, ξεκούραση («με μάσες και ξάπλες περνάει όλη τη μέρα της») 3. διάθεση, συνήθεια για ανάπαυση, για αδράνεια 4. (ως επίρρ.) σε κατάκλιση, ξαπλωτά («κάθεται ξάπλα μέχρι το μεσημέρι») 5. φρ. «ρίχνω… … Dictionary of Greek
οκνεύω — [οκνός] (στον Ερωτόκρ.) (το ενεργ. και το μέσ.) είμαι ή γίνομαι τεμπέλης, κυριεύομαι από ραθυμία, τεμπελιάζω (α. «αν έχω την απομονή και να μη δεν οκνέψω, / σα σιγανέψουν οι καιροί, ολπίζω να ψαρέψω», Ερωτόκρ. β. «οκνεύεται και να περπατήσει») … Dictionary of Greek
ολημεριάζω — και ολημερίζω και λημεριάζω [ολήμερος] 1. περνώ όλη την ημέρα μου κρυμμένος σε απόκρυφο τόπο, σε λημέρι, κάνω λημέρι, μένω σε λημέρι 2. περνώ κάπου άσκοπα και χωρίς λόγο την ημέρα μου, τεμπελιάζω … Dictionary of Greek
ραδιουργώ — ῥᾳδιουργῶ, έω, ΝΜΑ [ραδιουργός] ενεργώ με δόλιο και πανούργο τρόπο εναντίον κάποιου, φέρομαι ύπουλα και με πονηρία με σκοπό να βλάψω ή και να εξαπατήσω κάποιον, μηχανορραφώ, σκευωρώ αρχ. 1. κάνω κάτι με ευκολία 2. ενεργώ με απερισκεψία, με… … Dictionary of Greek