-
1 τεμένη
τέμενοςa piece of land cut off and assigned as an official domain: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)τέμενοςa piece of land cut off and assigned as an official domain: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic) -
2 ἅρμα
1 chariot ἅρμα θοὸν τάνυεν sc. Poseidon O. 8.49τίς ἔλαχε στέφανον χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι O. 10.62
εὔδοξον ἅρματι νίκαν P. 6.17
Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα P. 6.32
τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι P. 11.46
ἅρμα δ' ὀτρύνει Χρομίου Νεμέα τ ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος N. 1.7
τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ' ἀναβαίνων N. 9.4
νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις ἅρμασί τε γλαφυροῖς ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν (sc. Ἄδραστος) N. 9.12ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας I. 1.14
ἄμμι δ' ἔοικε Κρόνου σεισίχθον υἱὸν γείτον ἀμειβομένοις εὐεργέταν ἁρμάτων ἱπποδρόμιον κελαδῆσαι i. e. Poseidon I. 1.54ἴστε μὰν Κλεωνύμου δόξαν παλαιὰν ἅρμασιν I. 3.16
( φάμα):ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν I. 4.25
ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ; ἅρμασιν ἵπποι I. 5.5
ἅρμα Θηβαῖον (sc. ἐξοχώτατόν ἐστι) fr. 106. 5. παρὰ Λύδιον ἅρμα πεζὸς οἰχνέων fr. 206. ὑφ' ἅρμασιν ἵππος fr. 234. pl. pro sing., “ ἐμὲ δ' ἐπὶ ταχυτάτων πόρευσον ἁρμάτων ἐς Ἆλιν” O. 1.77Ἱέρωνος ὑπὲρ καλλινίκου ἅρμασι P. 1.33
ξεστὸν ὅταν δίφρον ἔν θἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον ( ἔν τ' ἄρματα v. l.) P. 2.11χαμαὶ καταβαὶς ἀφ' ἁρμάτων N. 6.51
ἐπεὶ τετραόροισιν ὥθ' ἁρμάτων ζυγοῖς ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς (ὡς ἐπὶ τῶν ἁρμάτων ὁ ῥυμὸς μέσος ἐστίν, οὕτως ὁ Σωγένους οἶκος ἐξ ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν ἔχων τὰ σὰ τεμένη, μέσος ἐστίν. Σ.) N. 7.93 met., chariot of the Muses, i. e. song,ἔτι γλυκυτέραν κεν ἔλπομαι σὺν ἅρματι θοῷ κλείζειν O. 1.110
Θώρακος, ὅσπερ ἐμὰν ποιπνύων χάριν, τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων τετράορον P. 10.65
ἔσσυταί τε Μοισαῖον ἅρμα Νικοκλέος μνᾶμα πυγμάχου κελαδῆσαι I. 8.61
πο] τανὸν ἅρμα Μοισα[ Πα. 7B. 13. -
3 καθιδρύω
A make to sit down,Ὀδυσῆα καθίδρυε Od.20.257
; μακάρων ἐς αἶαν σὸν καθιδρύσει βίον will carry thee to the land of the Blest that thou mayst live there, E.Ba. 1339:—[voice] Pass., sit down, settle, Ar. Av.45; ἐν πόλει, ἐν τῷ ὄρει, Pl.Sph. 224d, Th.4.46; κ. ἐς Ἀργώ take one's seat in.., Theoc.13.28; to be quartered, of troops, PLond.3.1313.11 (vi A.D.).2 establish, place, ἐν τοῖς τιμιωτέροις τὸ τιμιώτερον (sc. τὴν καρδίαν)καθίδρυκεν ἡ φύσις Arist.PA 665b20
; ἐφ' ἑνὸς τόπου κ. τὴν ἱστορίαν to limit it, D.H.Th.6:—[voice] Pass., κ. ἐς τὴν ἑωυτῶν Χώρην to be restored, replaced, Hp.Fract.31, cf. Prorrh.2.19; ἐν αἷς [ ἱστορίαις] .3 consecrate, dedicate, [tense] aor. 1 [voice] Med.καθιδρῡσάμην E.IT 1481
;- ῠσάμην IG14.882
([place name] Capua): [tense] pf. [voice] Pass. in act. sense, E.Cyc. 318:—[voice] Pass.,Ποσειδῶνος τοῦ κατιδρυθέντος ὑπὸ.. SIG1020.5
(Halic., i B.C.);τεμένη -ύετο τῷ θεῷ Luc.Cal.17
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθιδρύω
-
4 μεθίημι
A v.l. μεθίης) , μεθιεῖ, Il.6.523, 10.121, Od.4.372; [dialect] Ion.μετίει Hdt.2.70
; [ per.] 3pl. ; [dialect] Ion.μετιεῖσι Hdt.1.133
; imper. ; [dialect] Ep. subj. [ per.] 3sg.μεθίῃσι Il.13.234
; inf. μεθιέναι, [dialect] Ep. - ιέμεναι, -ιέμεν, ib. 114,4.351: [tense] impf. [ per.] 3sg.μεθίει 15.716
, 16. 762, 21.72, [ per.] 3pl.μέθιεν Od.21.377
; [dialect] Ep.μεθίεσκεν A.R.4.799
: [tense] fut.μεθήσω Od.15.212
; [dialect] Ep. inf. μεθησέμεναι, -έμεν, 16.377, Il.20.361: [tense] aor. 1 μεθῆκα, [dialect] Ep.μεθέηκα 23.434
(alsoἐμέθηκα Phot.
); part.μεθήσας Coluth.127
: other moods from [tense] aor. 2, imper. , Ar.Ec. 958 (lyr.), etc.; subj. μεθῶ, [dialect] Ep.μεθείω Il.3.414
; opt. ; inf. μεθεῖναι, [dialect] Ep.μεθέμεν Il.1.283
; part. (troch.), etc.:—[voice] Med., first in Hdt., not in [dialect] Att. Prose, [tense] fut. , Ar.V. 416 ( μετήσομαι in pass. sense, Hdt.5.35): [tense] aor. 2 , ; subj. dual and pl. μεθῆσθον, μεθῆσθε, Ar.Ra. 1380, V. 434; inf. :—[voice] Pass., [dialect] Ion. [tense] impf.ἐμετίετο Hdt.1.12
: [tense] pf. [ per.] 3sg.μεθεῖται A.Th.79
(lyr.); pl. ; [dialect] Ion. part.μεμετιμένος Hdt.6.1
, etc.: [dialect] Ion. [tense] aor. 1μετείθη Id.1.114
. [ Generally [pron. full] ῐ in Hom. and [dialect] Ep., [pron. full] ῑ in [dialect] Att.: but [pron. full] ῑ inμεθιέμεν Il.14.364
,μεθίετε 4.234
, al.,μεθιέμεναι 13.114
: in μεθίει, 15.716, 16.762, 21.72, [pron. full] ῑ may be long by augment, but [pron. full] ῐ inμεθίεν Od.21.377
.]I trans., set loose, let go what is bound, stretched, or held back: hence1 c. acc. pers., release a prisoner, Il.10.449, Hdt. 1.24, etc.;μ. χεροῖν S.OC 838
; let a visitor depart, Od.15.212, cf. Pl.La. 187b; dismiss a wife, Hdt.9.111: c. inf., set one free to do as he will,ἐμὲ μέθες ἰέναι ἐπὶ τὴν θήρην Id.1.37
, cf. 40; alsoἐλεύθερον μ. τινά E.Hec. 551
:—[voice] Pass., to be let go, dismissed, Hdt.1.12, 114, al.; but μεθεῖται στρατός is let loose (as if from a leash), A.Th.79 (lyr.).b give up, abandon,μὴ χωσαμένη σε μεθείω Il.3.414
;εἰ τοῦτον Τρώεσσι μεθήσομεν.. ἄστυ πότι.. ἐρύσαι 17.418
.c metaph., εἴ με μεθήῃ ῥῖγος granting the cold will quit hold of me, Od.5.471.2 c. acc. rei, let go, let fall, throw, τι ἐς ποταμόν ib. 460, Hdt.2.70; μ. δεξιάν (v.l. δεξιᾶς) E.Hipp. 333;μ. με χεῖρα S.Ph. 1301
; ταῦτα μὲν μέθες (sc. τὰ λουτρά) lay down, Id.El. 448, cf. 1205; μ. ψυχήν give up the ghost, E.Med. 1218; of liquids, let flow, let drop,πολλὰ τῶν δακρύων Hdt.9.16
; (lyr.): c. acc. et inf., μ. τὰς συμπάσας [ ἐπιστήμας] ῥεῖν εἰς .. Pl.Phlb. 62d; of words, utter,γλῶσσαν Περσίδα μ. Hdt.6.29
; λόγους, βρόμον μ., E. Hipp. 499, 1202; μ. βλαστόν let it shoot forth, Hdt.6.37; of weapons, let fly, discharge,μετὰ δ' ἰὸν ἕηκε Il.1.48
;μ. βέλος S.Ph. 1300
, cf. X. Cyr.4.3.9; ἐκ χερὸς λίθον, ἀπὸ γλώσσης λόγον, Men.1092; of plants, put forth,καρπούς Porph.Abst.2.13
; μ. ξίφος ἐς γυναῖκα plunge it into her, E.Or. 1133; but μ. οἱ τὰς αἰχμάς laid them aside as he ordered, Hdt.3.128, cf. 4.3, 9.62: elliptically, μεθῆκε (sc. τὰς ἡνίας) E.Fr.779.7; ναῒ μεθεῖναι give the ship her way, S.Aj. 250 (lyr.).c c. dat. pers. et acc., give up to, surrender,Ἕκτορι νίκην 14.364
;στέμματ' ἀνέμοις E.Ba. 350
.d resign, throw aside,χόλον Il.15.138
, Od.1.77; Ἀχιλλῆϊ μεθέμεν χ. as a favour to Achilles, Il.1.283 (cf. 11.3); μ. καρδίας χόλον from one's heart, E.Med. 590; give up a scheme, Hdt.1.133; τὰ παρεόντα ἀγαθά ib.33;τὴν ἀρχήν Id.3.143
;τὴν τυραννίδα Id.5.37
; (troch.);τὸ κόσμιον S.El. 872
; τἀφανῆ the search for the unknowable, Id.OT 131;τεμένη.. μέθες E.Supp. 1212
:—[voice] Pass., .e forgive one a fault,Ἀθηναίοισι τὰς ἁμαρτάδας Id.8.140
.ά; remit,φόρον τῇσι πόλισι Id.6.59
; τόνδε κίνδυνον μεθείς excusing you this peril, E.Ph. 1229.f let in, introduce, ; .II intr., relax one's energies:1 abs., to be slack, remiss, dally, Od.4.372, etc.; esp. in battle, Il.13.229, 20.361, etc.2 c. inf., omit or neglect to do,ὅς τις μεθίῃσι μάχεσθαι 13.234
, cf. 23.434; ;μ. τὰ δέοντα πράττειν X.Mem.2.1.33
.b permit, μεθεῖσά μοι λέγειν having left it for me to speak, having allowed me, S.El. 628:—[voice] Pass.,δύο πηγαὶ μεθεῖνται ῥεῖν Pl.Lg. 636d
.3 c. gen. rei, relax, cease from,μεθιέντα.. στυγεροῦ πολέμοιο Il.6.330
;ἀλκῆς 4.234
;βίης Od.21.126
; μεθιεὶς πολέμου (prob. for πόλεμον) Tyrt.12.44;μ. τῆς χρησμοσύνης Hdt.9.33
; μέθιεν.. χόλοιο Τηλεμάχῳ [ the suitors] ceased from wrath in deference to Telemachus, Od.21.377.b c. gen. pers., abandon, neglect, Il.11.841.4 c. part., κλαύσας καὶ ὀδυράμενος μεθέηκε after weeping and lamenting he leaves off, 24.48.III [voice] Med., free oneself from, let go one's hold of, c. gen.,παιδὸς οὐ μεθήσομαι E.Hec. 400
, cf. Ar.Pl.42, 75, etc.;σῶν γονάτων E.Hipp. 326
;τοῦ θρόνου Ar.Ra. 830
, etc.;σπουδασμάτων Metrod.Herc.831.15
: in this sense the acc. is rarely used and perh. corrupt, ἐκεῖνο (fort. ἐκείνου) E.Ph. 519; τόνδε (fort. τοῦδε) Ar.V. 416; in S.El. 1277 (lyr.) the constr. is μή μ' ἀποστερήσῃς τῶν σῶν προσώπων ἁδονάν, [ ὥστε] μεθέσθαι [ αὐτῆς], and in E.Med. 736 ἄγουσιν οὐ μεθεῖ' ἂν ἐκ γαίας ἐμέ, the acc. is governed by ἄγουσιν.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεθίημι
-
5 πατριωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατριωτικός
-
6 τεμενίζω
A make a sacred precinct, consecrate,τεμένη τ. τισί Pl.Lg. 738c
, cf. IG12.45.11, D.H.3.70: abs., Ἡρακλέης τεμένισσε.. φερσεφαάσσῃ Inscr. ap. Arist.Mir. 843b27:—[voice] Pass.,ἐτεμενίσθη D.C.57.9
, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεμενίζω
-
7 τεμενικός
A of or for a τέμενος, Anaxandr.12 (dub.); τεμενικόν, τό, name of the temple of so-and-so, St.Byz.s.v. Ἰσεῖον. EM278.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεμενικός
-
8 τέμενος
Aτέμενες IG5(2).432.31
,42 (Megalop., ii B.C.); [dialect] Aeol. gen. sg.τεμένηος Alc.152
: ([etym.] τέμνω):— a piece of land cut off and assigned as an official domain, esp. to kings and chiefs,καὶ μέν οἱ [Βελλεροφόντῃ] Αύκιοι τ. τάμον ἔξοχον ἄλλων καλὸν φυταλιῆς καὶ ἀρούρης, ὄφρα νέμοιτο Il.6.194
, cf. 20.184, 391;τ. περικαλλὲς.. πεντηκοντόγυον 9.578
, cf. 12.313;τ. βασιλήϊον 18.550
;δμῶες Ὀδυσσῆος τ. μέγα κοπρίσσοντες Od.17.299
, cf. 6.293: in pl.,τεμένεα 11.185
;τεμένη, μέρος τιμῆς Arist.Rh. 1361a35
.II a piece of land marked off from common uses and dedicated to a god, precinct,ἔνθα τέ οἱ τ. βωμός τε θυήεις Il.8.48
, cf. 2.696, al., Pi.N.10.19, IG12.94.29, etc.;τὸ τ. τῶν ἡρῴων Test.Epict.2.13
; in it stood the temple or shrine, Hdt.2.112, 155, 3.142;Πρωτεσίλεω τάφος τε καὶ τ. περὶ αὐτόν Id.9.116
: hence the Pythian race-course is called a τέμενος, Pi.P.5.33; Syracuse is the τ. Ἄρεος ib.2.2; the sacred valley of the Nile is the Νείλοιο πῖον τ. Κρονίδα ib. 4.56; the lake formed by the Cephisus is the τ. Καφισίδος ib.12.27; the Acropolis is the ἱερὸν τ. (of Pallas), Ar.Lys. 483 (lyr.): poet. also,τέμενος αἰθέρος A.Pers. 365
;ἀνέμων Philet.13
; Μαραθὼν σῆς ἀρετῆς τ. IG14.1185 ([place name] Rome); τρόπαια στησάμενοι Διὸς.. τέμενος to be a grove of Zeus, Tim.Pers. 211; of sacred grones, h.Ven.267.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τέμενος
-
9 ἐξαιρέω
Aἐξελῶ D.H.7.56
, etc.: [tense] aor. 2 ἐξεῖλον, [dialect] Ep.and Lyr.ἔξελον Il.16.56
, Pi.O.1.26; inf. ἐξελεῖν:—[voice] Med., [tense] fut.ἐξαιρήσομαι A.Supp. 924
; laterἐξελοῦμαι Alciphr. 1.9
: [tense] aor. 2 ἐξειλόμην, rarely 1ἐξῃρησάμην Ar.Th. 761
(perh. interpol.):—[voice] Pass., [tense] pf. -ῄρημαι, [dialect] Ion.- αραίρημαι Hdt.
:—take out,ἔνθεν.. ἔξελε πέπλους Il.24.229
; ἐπείνιν καθαροῦ λέβητος ἔξελε Κλωθώ Pi.l.c.;τὸ δέλτα τοῦ ὀνόματος Pl.Cra. 413e
; simply, take out, τὴν κοιλίην, τὴν νηδύν, Hdt.2.40 (tm.), 87;πρὶν ἀνταράξας πῖαρ ἐξεῖλεν γάλα Sol.36.21
:—[voice] Pass., , cf. Pericl. ap. Arist.Rh. 1365a33.2 [voice] Med., take out for oneself, φαρέτρης ἐξείλετο πικρὸν ὀϊστόν from his quiver, Il.8.323; ἐξελέσθαι τὰ μεγάλα ἱστία their large sails, X.HG1.1.13; ἐ. τὰ φορτία discharge their cargoes, Hdt.4.196;τὰ ἀγώγιμα X.An.5.1.16
;τὸν σῖτον ἐς [τὴν στοὰν] ἐξαιρεῖσθαι Th.8.90
: abs., Syngr. ap. D.35.13, etc.:—[voice] Pass., to be discharged, of a cargo, Hdt.3.6, D.34.8.II take from a common stock, reserve,κούρην, ἣν ἄρα μοι γέρας ἔξελον υἷες Ἀχαιῶν Il.16.56
;Ἀλκινόῳ δ' αὐτὴν γέρας ἔξελον Od.7.10
, cf. Il.11.627;βασιλέϊ τεμένεα ἐξελὼν καὶ ἱερωσύνας Hdt.4.161
;Νίσῳ ἐ. χθόνα S.Fr.24.5
;θεοῖσιν ἀκροθίνια E.Rh. 470
;κλήρους τοῖς θεοῖς Th.3.50
:—[voice] Med., choose for oneself, carry off as booty,τὴν ἐκ Αυρνησσοῦ ἐξείλετο Il.2.690
, cf.9.130; choose,μενοεικέα Od.14.232
;μίαν ἕκαστος σιτοποιὸν ἐ. Hdt.3.150
, cf. X.An.2.5.20; ; δῶρον.. πόλεος ἐξελέσθαι to have accepted as a gift, Id.OC 541 (lyr.):—[voice] Pass., to be given as a special honour, τινί to one, Th.3.114; ἐξαραιρημένος Ποσειδέωνι dedicated to him, Hdt.1.148;γέρεα.. σφι ἦν τάδε ἐξαραιρημένα Id.2.168
; ἐ. αὐτοῖς set apart for them, Pl.Criti. 117c;τὰ τεμένη τὰ ἐξῃρημένα IG12.45.10
; of funds, to be set apart, ear-marked, SIG577.64 (Milet., iii/ii B. C.); but τοῦ ἀργυρίου τοῦ ἐκ τοῦ λιθοτομείου ἐξαιρουμένου moneys received from.., IG22.47.2 take out of a number, except,μητέρας ἐξελόντες Hdt.3.150
;Σιμμίαν ἐξαιρῶ λόγου Pl.Phdr. 242b
, cf. X.Mem.1.4.15.III remove people from their country, Hdt.2.30;τοὺς ἐν τῇ λίμνῃ κατοικημένους Id.5.16
; στρουθούς (sc. ἐκ τοῦ νηοῦ) Id.1.159: generally, remove,τὸν λίθον Id.2.125
;ἐκ τοῦ λυχνούχου τὸν λύχνον Alex.102
;πατρὸς φόβον E.Ph. 991
, cf. Isoc.2.23; ὀδυρμούς, ἄγνοιαν, ἔρωτα, Pl.R. 387d, Lg. 771e, Smp. 186d;ἀλλήλων τὴν ἀπιστίαν X.An.2.5.4
:—[voice] Med., ; ὑμῶν ἐ. τὴν διαβολὴν.. ταύτην remove this prejudice from your minds, Pl.Ap. 19a, cf. 24a.2 get rid of,[ὗν] ἐκ τῆς χώρας Hdt.1.36
;θῆρας χθονός E.Hipp.18
; make away with, παῖδας, θῆρα, Id.HF39, 154;Ἀθηναίους X.HG2.2.19
.b destroy,πόλιν Hdt.1.103
, al., cf. Th.3.113, 4.69, D.18.30;χωρία Id.23.115
; , cf. 278;φρούριον D.H.8.86
.3 [voice] Med., ψυχήν, θυμόν, φρένας ἐξελέσθαι, either c. acc. pers., bereave a person of life, etc., asμιν ἐξείλετο θυμόν Il.15.460
, 17.678 (so in Trag., E.Alc. 69, IA 972): or c. gen. pers., asμευ φρένας ἐξέλετο Ζεύς Il.19.137
, cf. Hes.Sc.89;σεῦ ψυχὴν χαλκῷ Il.24.754
;μου τέρψιν ἐξείλου βίου E.Alc. 347
, etc.: rarely, c. dat. pers.,Γλαύκῳ φρένας ἐξέλετο Ζεύς Il.6.234
; [οἰωνοῖς] τέκνα Od.16.218
: in tmesi,ἐκ δέος εἵλετο γυίων 6.140
;ἐκ θυμὸν ἕλοιο 20.62
, cf.Il.11.381:—[voice] Med., take away from one,τὰ φίλτατα S.El. 1208
:—[voice] Pass., ἐξαιρεθέντες τὸν Δημοκήδεα having had him taken out of their hands, Hdt.3.137; , cf. Pl.Grg. 519d, etc.4 [voice] Pass., to be removed from, i.e. transcend,τοῦ τῶν ὄντων πλήθους Procl. in Prm.p.546
S.; ἑνάδες ἐξῃρημέναι transcendent, ib.p.547 S., cf. Dam.Pr.7; τὸ μᾶλλον -μένον μᾶλλον καὶ χωρεῖ διὰ τῶν ἄλλων ib. 325. Adv. ἐξῃρημένως transcendently, ib. 270; ultimately, opp. προσεχῶς, Phlp.in de An.270.14.IV [voice] Med., set free, deliver, , Ar. Pax 316; ἐκ τῶν κινδύνων τινά Decr. ap. D.18.90;ἐκ τῆς ἀνάγκης PPetr.3p.74
;ἐκ τῶν θλίψεων Act.Ap.7.10
; ἐξαιρεῖσθαι εἰς ἐλευθερίαν claim as a freeman, Lys.23.9, D.8.42, 10.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαιρέω
-
10 ἐργάσιμος
ἐργᾰσ-ιμος, ον,A to be worked, that can be worked, Alc. ap. Sch.Gen.Il.21.319, Plu.2.701c ; ξύλα, opp. καύσιμα, Poll.7.109 ;σκεῦος ἐ. δέρματος LXXLe.13.49
; mostly of land, ἐ. χωρία tillable land, Pl.Lg. 639a, 958d, Arist.Pr. 924a1 (sg. in PHal.1.103 (iii B.C.));τὰ ἐ. X.Cyr.1.4.16
, etc. ; [full] τὰ τεμένη, ὅσα.. θεμιτόν ἐστιν ἐ. ποιεῖν to bring into cultivation, IG2.1059.17(iv B.C.) ; ἡ ἐ. (sc. γῆ) Thphr.HP 6.3.5.II [voice] Act., working for a livelihood, τὸ ἐ. the working people, App.BC3.72 ; esp. of courtesans, Artem.1.78.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργάσιμος
-
11 ἕδος
Aἑδέεσσιν IG14.1389
ii 19:— sitting-place:1 seat, stool, Il.1.534 (pl.), 581 (pl.), 9.194, etc.; ἕ. Θεσσαλικόν straight-backed chair, Hp.Art.7.2 seat, abode, dwelling-place, esp. of the gods,ἐς Ὄλυμπον.. ἵν' ἀθανάτων ἕ. ἐστί Il.5.360
; ἵκοντο θεῶν ἕ. αἰπὺν Ὄλυμπον ib. 367, cf. Theoc.7.116; periphr., ἕ. Οὐλύμποιο, = Ὄλυμπος, Il.24.144, cf. Pi.O.2.12; of the abodes of men,Θήβης ἕ. Il.4.406
;Ἰθάκης ἕ. Od.13.344
; ἕ. Μάκαρος the abode of Macar, Il.24.544: periphr.,Τροίας ἕ. B.8.46
; ἔποικον ἕ., = ἐποικίαι, A.Pr. 412.3 seated statue of a god, S.OT 886 (lyr.), El. 1374, IG 2.754, al., Isoc.15.2, X.HG1.4.12, Porph.Abst.2.18, Polem.Hist.90, Plu.Per.13, Paus.8.46.2; τὰ ἕ. τῶν θεῶν, i.e. the Lat. Penates, D.H. 1.47; also of a man worshipped as a hero, IG14.2133;τὰ τῶν θεῶν ἕδη καὶ τοὺς νεώς Isoc.4.155
;τοὺς νεὼς καὶ τὰ ἕδη καὶ τὰ τεμένη Lycurg.143
; θεῶν ἕδη (v.l. ἄλση) , cf. Tim.Lex. ἕδος· τὸ ἄγαλμα, καὶ ὁ τόπος ἐν ᾧἵδρυται, but this latter use is doubtful in early Prose; later, temple, Ph.2.314;ἕ. ὑπαίθριον D.C.51.1
.II act of sitting, οὐχ ἕδος ἐστί 'tis no time to sit idle, Il.11.648, 23.205; cf.ἕδρα 11
. (Cf. Skt. sádas 'seat'.) -
12 ἄγος
Grammatical information: n.Meaning: `pollution, guilt, also `expiation' (Hdt.), ἄγεα τεμένη H. (Lesbian? Bechtel Dial. 1, 115).Compounds: ἐν-αγής `under a curse, or pollution' (Hdt.)Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Mostly connected with Skt. ā́gas- n. `fault, sin', but the long vowel of Sanskrit is difficult. Explanation as psilotic form of *ἅγος belonging with ἅγιος preferred by Chantraine - Masson, FS Debrunner 85-107; but the psilosis is unexpected (not "so as to distinguish it from ἅγιος").Page in Frisk: 1,14Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄγος
См. также в других словарях:
Τέμενη — Sp Tèmenė Ap Τέμενη/Temeni L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Τέμενη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ.), στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας, του νομού Αχαΐας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.) και βρίσκεται NA και κοντά στο Αίγιο … Dictionary of Greek
τεμένη — τέμενος a piece of land cut off and assigned as an official domain neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τέμενος a piece of land cut off and assigned as an official domain neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αναστασόπουλος, Ανδρέας — (Τεμένη Αιγίου1874 – 1948). Αρχίατρος του ελληνικού στρατού. Διδάκτορας του Εθνικού Πανεπιστημίου από το 1894, κατατάχθηκε στον στρατό μετά τον πόλεμο του 1897 και στάλθηκε αργότερα (1905) στη Γερμανία για μετεκπαίδευση. To 1908 διορίστηκε… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Τανζανία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Βρίσκεται ανάμεσα στην Kένυα και την Oυγκάντα στα B, στο Zαΐρ, στη Pουάντα και στο Mπουρούντι στα Δ, στη Zάμπια, στο Mαλάουι και στη Mοζαμβίκη στα Ν. Οι ανατολικές ακτές της βρέχονται από τον Iνδικό ωκεανό.H… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Temeni, Greece — Temeni (Greek: Τέμενη), is a Greek village in the Achaia prefecture. Eliki located about 10 km east of Aigio, about 40 km east of Patras, west of Diakopto and northwest of Kalavryta. Temeni is also in the municipality of Aigio and had a… … Wikipedia