Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τεμάχιον

См. также в других словарях:

  • τεμάχιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεμαχίοις — τεμάχιον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεμαχίῳ — τεμάχιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεμάχια — τεμάχιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεμάχιο — το / τεμάχιον, ΝΜΑ [τέμαχος] τμήμα πράγματος που έχει κοπεί, διαιρεθεί ή σπάσει, κομμάτι (α. «τεμάχιο άρτου» β. «τεμάχιο οικοπέδου» γ. «κατὰ τεμάχια πλεῑστα διαιρεθῆναι», Γρηγορ. Ν. δ. «ἄτε τεμάχια ὄντα τοῡ ἄρρενος», Πλάτ.). νεοελλ. 1. συνεκδ.… …   Dictionary of Greek

  • τεμαχίων — τέμαχος slice of fish neut gen pl (doric) τεμάχιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεμάχι' — τεμάχια , τεμάχιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»