Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τελώριος

См. также в других словарях:

  • τελώριος — the mighty things masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελώριος — Α βλ. πελώριος …   Dictionary of Greek

  • πέλωρ — ωρος, τὸ, Α (με κακή σημ.) (κυρίως για τους Κύκλωπες, τη Σκύλλα, τον Πύθωνα, τον Ήφαιστο, καθώς και για δελφίνι) κάθε έμψυχο ή άψυχο που έχει υπερφυσικό μέγεθος και γενικά όχι καλή σωματική διάπλαση, τέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πέλωρ ανάγεται σε αρχαίο… …   Dictionary of Greek

  • πελώριος — ια, ιο / πελώριος και τελώριος, ον, ΝΑ 1. (για έμψυχα) αυτός που έχει μέγεθος πελώρου, τεράστιος, μεγαλόσωμος, υπερμεγέθης, θεόρατος, φοβερός 2. (για άψυχα και αφηρ.) κολοσσιαίος, γιγάντιος, μεγαλειώδης (α. «πελώριο οικοδόμημα» β. «πελώριον… …   Dictionary of Greek

  • kʷer-1 —     kʷer 1     English meaning: to do     Deutsche Übersetzung: “machen, gestalten”     Note: perhaps originally from irgendeiner not more bestimmbaren Handwerkstätigkeit     Material: O.Ind. karō ti (Imper. kuru), kr̥ṇōti “makes, vollbringt”,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»