Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τελών-ιον

См. также в других словарях:

  • ενοίκιο — και νοίκι, το (AM ως επίθ. ἐνοίκιος, ον) [ένοικος] 1. το τίμημα για την εγκατοίκηση ή τη χρήση οικήματος («ὤκει παρ ἑτέροις ἐνοίκιον οὐ πολὺ τελών», Πλούτ.) 2. μίσθωμα, τίμημα για ενοικίαση κάθε χώρου αρχ. 1. ως επίθ. ἐνοίκιος, ον αυτός που ζει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»