-
1 τελώνιον
τελών-ιον, τό,A custom-house, Posidipp.13, Ev.Matt.9.9, Ev.Marc.2.14;τὸ τ. τῆς ἰχθυϊκῆς OGI496.9
(Ephesus, ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τελώνιον
См. также в других словарях:
ενοίκιο — και νοίκι, το (AM ως επίθ. ἐνοίκιος, ον) [ένοικος] 1. το τίμημα για την εγκατοίκηση ή τη χρήση οικήματος («ὤκει παρ ἑτέροις ἐνοίκιον οὐ πολὺ τελών», Πλούτ.) 2. μίσθωμα, τίμημα για ενοικίαση κάθε χώρου αρχ. 1. ως επίθ. ἐνοίκιος, ον αυτός που ζει… … Dictionary of Greek