-
1 τελωνεῖον
τελων-εῖον, τό,A custom-house, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τελωνεῖον
См. также в других словарях:
καστελανείο — καστελλανεῑον, τὸ (Μ) τόπος δικαιοδοσίας ενός καστελάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < καστελάνος + επίθημα εῖον (πρβλ. πορθμ είον, τελων είον)] … Dictionary of Greek