-
1 τελωνιας
-
2 τελωνίας
τελωνίᾱς, τελωνίαoffice of: fem acc plτελωνίᾱς, τελωνίαoffice of: fem gen sg (attic doric aeolic) -
3 τελωνιάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τελωνιάς
-
4 τελωνιάς
-
5 τελωνιάδος
τελωνιάςof tolls: fem gen sg -
6 τελωνία
τελων-ία, ἡ,A office of τελώνης: tax-farming, D.21.166; τελώνας (leg. τελωνίας)καὶ βιαίους πράξεις ἀποτελεῖ Vett.Val.2.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τελωνία
См. также в других словарях:
τελωνιάς — άδος, ἡ, Α 1. η τελωνική* 2. φρ. «μᾱζα τελωνιάς» η καλή τροφή και η πλούσια ζωή τών τελωνών (Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τελώνης + κατάλ. ιάς (πρβλ. σεβαστ ιάς)] … Dictionary of Greek
τελωνίας — τελωνίᾱς , τελωνία office of fem acc pl τελωνίᾱς , τελωνία office of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελωνιάδος — τελωνιάς of tolls fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)