-
1 τελευταιοτάτω
-
2 τελευταιοτάτῳ
См. также в других словарях:
τελευταιοτάτῳ — τελευταῑοτάτῳ , τελευταῖος last masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 τελευταιοτάτω
2 τελευταιοτάτῳ
τελευταιοτάτῳ — τελευταῑοτάτῳ , τελευταῖος last masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)