Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τελευταίος

  • 1 τελευταίος

    [тэлэфтэос] επ. последний.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τελευταίος

  • 2 последний

    последний в разн. знач. τελευταίος* τελικός (окончательный в \последний раз για τελευταία φορά* в \последнийее время τελευταία· кто \последний? ποιος είναι ο τελευταίος; \последнийие известия τα επίκαιρα
    * * *
    в разн. знач.
    τελευταίος; τελικός ( окончательный)

    в после́дний раз — για τελευταία φορά

    в после́днее вре́мя — τελευταία

    кто после́дний? — ποιος είναι ο τελευταίος

    после́дние изве́стия — τα επίκαιρα

    Русско-греческий словарь > последний

  • 3 последний

    -яя, -ее
    επ.
    1. τελευταίος, τελικός• (υ)στερνός•

    последний дом на улице το τελευταίο σπίτι της οδού•

    последний параграф τελευταία παράγραφος•

    самый последний ο πιο τελευταίος, ακρο-τελευταίος, ο έσχατος.

    || επιθανάτιος•

    последний час η τελευταία ώρα ή στιγμή•

    -яя воля η επιθανάτια επιθυμία•

    последний вздох ξεψύχισμα.

    || ουσ. ουδ. -ее το τελευταίο•

    отдать и -ее δίνω,και το τελευταίο.

    2. νεότατος•

    -яя мода τελευταία μόδα•

    -ее слово техники η τελευταία λέξη της τεχνικής.

    3. τελειωτικός.
    4. κατώτατος, έσχατος• χείριστος, ο χειρότερος. || απρεπέστατος• υβριστικός.
    εκφρ.
    - ие времена – άσχημοι (δύσκολοι) καιροί•
    до -его – ως εκεί που δεν παίρνει άλλο.

    Большой русско-греческий словарь > последний

  • 4 конечный

    конечный τελικός' τελευταίος (последний)' \конечныйая остановка το τέρμα* \конечныйая цель о τελικός σκοπός
    * * *
    τελικός; τελευταίος ( последний)

    коне́чная остано́вка — το τέρμα

    коне́чная цель — ο τελικός σκοπός

    Русско-греческий словарь > конечный

  • 5 крайний

    крайний 1) (далёкий) ακρινός 2) (предельный) τελευταίος" άκρος (тж. полит.) ◇ в \крайнийем случае σε περίπτωση ανάγκης· по \крайнийей мере τουλάχιστο
    * * *
    1) ( далёкий) ακρινός
    2) ( предельный) τελευταίος; άκρος (тж. полит.)
    ••

    в кра́йнем слу́чае — σε περίπτωση ανάγκης

    по кра́йней ме́ре — τουλάχιστο

    Русско-греческий словарь > крайний

  • 6 недавний

    недавний πρόσφατος, τελευταίος
    * * *
    πρόσφατος, τελευταίος

    Русско-греческий словарь > недавний

  • 7 конечный

    конечн||ый
    прил в разн. знач. τελευταίος, τελικός:
    \конечныйая станция ὁ τελευταίος σταθμός, τό τέρμα· \конечныйая цель ὁ τελικός σκοπός· ◊ в \конечныйом счете τελικά, ἐν τέλει.

    Русско-новогреческий словарь > конечный

  • 8 концевой

    επ.
    τελικός, τελευταίος•

    концевой стих ο τελευταίος στίχος•

    -я строки η τελευταία σειρά.

    Большой русско-греческий словарь > концевой

  • 9 крайний

    крайн||ий
    прил
    1. (с краю) ἀκρινός, τελευταίος·
    2. (исключительный, чрезвычайный) ἐσχατος:
    \крайнийяя необходимость ἡ ἀπόλυτη (или ἡ ἐσχατη) ἀνάγκη·
    3. полит ἄκρος:
    \крайнийяя левая ἡ ἄκρα ἀριστερά· ◊ \крайнийяя цена ἡ τελευταία τιμή· \крайнийий срок ἡ τελευταία προθεσμία· по \крайнийей мере τουλάχιστο, τό λιγώτερο· в \крайнийем случае ἐν ἀνάγκη· на \крайнийий случай στή χειρότερη περίπτωση.

    Русско-новогреческий словарь > крайний

  • 10 новейший

    новейш||ий
    (превосх. ст. от новый) μοντέρνος, τελευταίος, ὁ πιό πρόσφατος:
    \новейшийая физика ἡ μοντέρνα φυσική.

    Русско-новогреческий словарь > новейший

  • 11 позади

    позади́
    1. предлог с род. п. (ὁ)πίσω, ὀπισθεν:
    \позади всех πίσω ἀπ' ὀλους, τελευταίος·
    2. нареч (ό)πίσω:
    остаться \позади μένω πίσω, καθυστερώ· оставить кого-л, \позади ξεπερνώ, προσπερνώ, ἀφήνω πίσω κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > позади

  • 12 последний

    последн||ий
    прил в разн. знач. τελευταίος, στερνός:
    в \последний раз γιά τελευταία φορά· в \последнийее время τόν τελευταίο καιρό, τελευταία, ἐσχάτως· \последнийие известия οἱ τελευταίες είδήσεις· \последнийее слово иау́ки ἡ τελευταία λέξη τής ἐπιστήμης· \последнийее желание, \последнийяя во́ля ἡ τελευταία ἐπιθυμία, ἡ στερνή θέληση· это \последнийее дело αὐτό εἶναι τό χειρότερο ἀπ· ὅλα· э́то \последнийее мое слово αὐτή εἶναι ἡ τελευταία μου κουβέντα· по \последнийей мо́де σύμφωνα μέ τήν τελευταία μόδα

    Русско-новогреческий словарь > последний

  • 13 свежий

    свеж||ий
    прил
    1. φρέσκος, νωπός:
    \свежийее мясо τό νωπό (или τό φρέσκο) κρέας· \свежий хлеб τό φρέσκο ψωμί·
    2. (чистый, прохладный) δροσερός, καθαρός:
    на \свежийем воздухе στήν ὕπαιθρο, στον καθαρό ἀέρα·
    3. (холодный) δροσερός, ψυχρός:
    на дворе \свежийо (ἔξω) κάνει δροσιά (или κάνει ψύχρα), εἶναι δροσερός ὁ καιρός· \свежий ветер прям., перен ὁ δροσερός ἀνεμος, ἡ ἀΰρα·
    4. (недавний, новый) πρόσφατος, νωπός / перен τελευταίος, πρόσφατος:
    \свежийая рана ἡ πρόσφατη πληγή· \свежий след τό νωπό Ιχνος· \свежий номер журнала τό τελευταίο (или τό πρόσφατο) τεύχος περιοδικού· \свежийие новости οἱ τελευταίες εἰδήσεις·
    5. (чистый, вымытый) разг φρεσκοπλυμένος:
    \свежийее белье καθαρά ἀσπρόρρουχα·
    6. перен (яркий, не блеклый) ζωηρός, χτυπητός:
    \свежий цвет лица φρεσκάδα τοδ προσώπου· \свежийие краски ζωηρά χρώματα·
    7. (бодрый) ζωηρός/ φρέσκος, δροσερός (моложавый)/ ξεκού· ραστος (отдохнувший):
    со \свежийими силами μέ καινούργιες δυνάμεις· ◊ \свежий человек καινούργιος ἄνθρωπος· \свежийая мысль ἡ καινούργια ιδέα.

    Русско-новогреческий словарь > свежий

  • 14 смеяться

    смеяться
    несов в разн. знач. γελῶ, γελάω:
    громко \смеяться καγχάζω, γελῶ δυνατά· \смеяться исподтишка κρυφογελῶ· \смеяться до упаду λύνομαι στά γέλια, ξεκαρδίζομαι στά γέλια· \смеяться в лицо́ κοροϊδεύω κάποιον κατάμουτρα· \смеяться над кем-л., над чем-л. περιπαίζω, κοροϊδεύω, χλευάζω· вы смеетесь? (вышу́тите?) ἀστειεύεσθε;· ◊ хорошо смеется тот, кто смеется последним погов. θά γελασει καλα ὀποιος γελάσει τελευταίος.

    Русско-новогреческий словарь > смеяться

  • 15 станция

    станц||ия
    ж ὁ σταθμός:
    конечная \станция ὁ τελευταίος σταθμός, τό τέρμα· метеорологическая \станция ὁ μετεωρολογικός σταθμός· атомная \станция ὁ ἀτομικός σταθμός· ремо́нтно-техни́ческая \станция σταθμός ἐπισκευής γεωργικών μηχανών телефонная \станция τό τηλεφωνικό κέντρο· начальник \станцияни ὁ σταθμάρχης.

    Русско-новогреческий словарь > станция

  • 16 финальный

    финал||ьный
    прил τελικός, τελευταίος:
    \финальныйьный аккорд τό φινάλε, τό τελευταίο ἀκκόρντο· \финальныйьная встреча спорт. ὁ τελικός ἀγώνας.

    Русско-новогреческий словарь > финальный

  • 17 шапочный

    ша́почн||ый
    прил τῶν καπέλλων, γιά καπέλλα· ◊ прийти к \шапочныйому разбору разг φθάνω στό τέλος, φθάνω τελευταίος· \шапочныйое знакомство ἡ γνωριμία ἐξ δψεως.

    Русско-новогреческий словарь > шапочный

  • 18 конечный

    [κανιέτσνυΐ] επ. τελευταίος

    Русско-греческий новый словарь > конечный

  • 19 конечный

    [κανιέτσνυϊ] επ τελευταίος

    Русско-эллинский словарь > конечный

  • 20 завершающий

    επ. από μτχ.
    τελειωτικός, τελικός• τελευταίος.

    Большой русско-греческий словарь > завершающий

См. также в других словарях:

  • τελευταῖος — last masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελευταίος — α, ο / τελευταῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που βρίσκεται στο τέλος, ύστατος, έσχατος (α. «η τελευταία του επιθυμία ήταν ένα ταξίδι με τους φίλους του» β. «ὁδὸν τὴν τελευταίαν», Σοφ.) νεοελλ. 1. ο κατώτερος, ο χειρότερος σε ποιότητα ή σε αξία («είναι ο …   Dictionary of Greek

  • τελευταίος — α, ο επίρρ. α αυτός που βρίσκεται στο τέλος της σειράς, ο τελικός, ο ύστατος: Το τελευταίο σπίτι δεξιά. 2. ο κατώτατος σε ποιότητα και αξία: Ο τελευταίος από τους μαθητές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τελευταῖον — τελευταῖος last masc acc sg τελευταῖος last neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελευταῖα — τελευταῖος last neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελευταῖαι — τελευταῖος last fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελευταῖοι — τελευταῖος last masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»