-
1 τελευτάι
τελευτᾷ, τελευτάωbring to passpres subj mp 2nd sgτελευτᾷ, τελευτάωbring to passpres ind mp 2nd sg (epic)τελευτᾷ, τελευτάωbring to passpres subj act 3rd sgτελευτᾷ, τελευτάωbring to passpres ind act 3rd sg (epic)τελευτᾷ, τελευτήcompletion: fem dat sg (doric aeolic) -
2 τελευτᾶι
τελευτᾷ, τελευτάωbring to passpres subj mp 2nd sgτελευτᾷ, τελευτάωbring to passpres ind mp 2nd sg (epic)τελευτᾷ, τελευτάωbring to passpres subj act 3rd sgτελευτᾷ, τελευτάωbring to passpres ind act 3rd sg (epic)τελευτᾷ, τελευτήcompletion: fem dat sg (doric aeolic) -
3 τελευταί'
τελευταῖα, τελευταῖοςlast: neut nom /voc /acc plτελευταῖε, τελευταῖοςlast: masc voc sgτελευταῖαι, τελευταῖοςlast: fem nom /voc pl -
4 τελευταῖ'
τελευταῖα, τελευταῖοςlast: neut nom /voc /acc plτελευταῖε, τελευταῖοςlast: masc voc sgτελευταῖαι, τελευταῖοςlast: fem nom /voc pl -
5 τελευταί
τελευτήcompletion: fem nom /voc pl -
6 τελευταία
τελευταί̱ᾱ, τελευταῖοςlast: fem nom /voc /acc dualτελευταί̱ᾱ, τελευταῖοςlast: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————τελευταί̱ᾱͅ, τελευταῖοςlast: fem dat sg (attic doric aeolic) -
7 τελευταιότατα
τελευταῑότατα, τελευταῖοςlast: adverbial superlτελευταῑότατα, τελευταῖοςlast: neut nom /voc /acc superl pl -
8 τελευταιότατον
τελευταῑότατον, τελευταῖοςlast: masc acc superl sgτελευταῑότατον, τελευταῖοςlast: neut nom /voc /acc superl sg -
9 τελευταίας
τελευταί̱ᾱς, τελευταῖοςlast: fem acc plτελευταί̱ᾱς, τελευταῖοςlast: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 τελευταίων
τελευταί̱ων, τελευταῖοςlast: fem gen plτελευταί̱ων, τελευταῖοςlast: masc /neut gen pl -
11 τελευταίως
τελευταί̱ως, τελευταῖοςlast: adverbialτελευταί̱ως, τελευταῖοςlast: masc acc pl (doric) -
12 τελευταίαι
τελευταί̱ᾱͅ, τελευταῖοςlast: fem dat sg (attic doric aeolic) -
13 τελευταίαις
τελευταί̱αις, τελευταῖοςlast: fem dat pl -
14 τελευταίαν
τελευταί̱ᾱν, τελευταῖοςlast: fem acc sg (attic doric aeolic) -
15 τελευταίοις
τελευταί̱οις, τελευταῖοςlast: masc /neut dat pl -
16 τελευταίου
τελευταί̱ου, τελευταῖοςlast: masc /neut gen sg -
17 τελευταίους
τελευταί̱ους, τελευταῖοςlast: masc acc pl -
18 τελευταίωι
τελευταί̱ῳ, τελευταῖοςlast: masc /neut dat sg -
19 γνωμολογικος
-
20 τελευταιοτάτω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τελευταῖ' — τελευταῖα , τελευταῖος last neut nom/voc/acc pl τελευταῖε , τελευταῖος last masc voc sg τελευταῖαι , τελευταῖος last fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελευταί — τελευτή completion fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελευτᾶι — τελευτᾷ , τελευτάω bring to pass pres subj mp 2nd sg τελευτᾷ , τελευτάω bring to pass pres ind mp 2nd sg (epic) τελευτᾷ , τελευτάω bring to pass pres subj act 3rd sg τελευτᾷ , τελευτάω bring to pass pres ind act 3rd sg (epic) τελευτᾷ , τελευτή… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελευταιότατα — τελευταῑότατα , τελευταῖος last adverbial superl τελευταῑότατα , τελευταῖος last neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελευταιότατον — τελευταῑότατον , τελευταῖος last masc acc superl sg τελευταῑότατον , τελευταῖος last neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελευταία — τελευταί̱ᾱ , τελευταῖος last fem nom/voc/acc dual τελευταί̱ᾱ , τελευταῖος last fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελευταίας — τελευταί̱ᾱς , τελευταῖος last fem acc pl τελευταί̱ᾱς , τελευταῖος last fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελευταίων — τελευταί̱ων , τελευταῖος last fem gen pl τελευταί̱ων , τελευταῖος last masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελευταίως — τελευταί̱ως , τελευταῖος last adverbial τελευταί̱ως , τελευταῖος last masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελευταιοτάτῳ — τελευταῑοτάτῳ , τελευταῖος last masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελευταίαι — τελευταί̱ᾱͅ , τελευταῖος last fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)