Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τελετάρχης

См. также в других словарях:

  • τελετάρχης — founder of mysteries masc nom sg τελεταρχέω to be in charge of the mysteries imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελετάρχης — ο, ΝΜΑ, θηλ. τελετάρχις, ιδος, ΜΑ νεοελλ. αυτός που διευθύνει τελετή μσν. αρχ. 1. ιδρυτής μυστηρίων, ο πρώτος ιεροτελεστής, ο μυσταγωγός («θιάσου νομίου τελετάρχα», Ορφ. Ύμν.) 2. στον πληθ. οἱ τελετάρχαι τάξη θείων όντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τελετή +… …   Dictionary of Greek

  • τελετάρχης — ο αυτός που διευθύνει τη διεξαγωγή της τελετής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τελετάρχαι — τελετάρχης founder of mysteries masc nom/voc pl τελετάρχᾱͅ , τελετάρχης founder of mysteries masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεταρχῶν — τελετάρχης founder of mysteries masc gen pl τελεταρχέω to be in charge of the mysteries pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελετάρχαις — τελετάρχης founder of mysteries masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελετάρχην — τελετάρχης founder of mysteries masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελετάρχου — τελετάρχης founder of mysteries masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελετάρχῃ — τελετάρχης founder of mysteries masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελετάρχα — τελετάρχᾱ , τελετάρχης founder of mysteries masc nom/voc/acc dual τελετάρχης founder of mysteries masc voc sg τελετάρχᾱ , τελετάρχης founder of mysteries masc gen sg (doric aeolic) τελετάρχης founder of mysteries masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεταρχώ — έω, ΜΑ [τελετάρχης] μσν. παθ. τελεταρχοῡμαι, έομαι α) καθιερώνομαι («τὸ κούρευμα, δι οὗ οἱ μοναχοὶ τῷ θεώ καθοσιοῡνται, οὐκ ἄλλως τελεταρχοῡνται», Ευστ.) β) (για πράγμ.) εκτελούμαι αρχ. είμαι επικεφαλής κατά την τέλεση μυστηρίου, είμαι τελετάρχης …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»