-
1 τελεσφορος
21) законченный, целыйτελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν Hom., Hes. — в течение целого года, круглый год
2) приводящий в исполнение, осуществляющий предначертания(Ζεύς HH.; Μοῖρα Aesch.)
3) приведенный в исполнение, свершившийся(ἀραί, ὄνειρον Aesch.; φάσματα Soph.)
πεσεῖν ἐς τὸ μέ τελεσφόρον Aesch. — не осуществиться;τελεσφόρον δοῦναι χρησμόν Eur. — выполнить предсказание;τελεσφόρον χάριν δοῦναι Soph. — отплатить за услугу4) доводящий до зрелостиδένδρα τελεσφόρα Plut. — деревья, приносящие зрелые плоды
5) ведущий хозяйствоτ. δωμάτων γυνή Aesch. — домовитая хозяйка
-
2 τελεσφόρος
ος, ον эффективный, действенный; успешный -
3 τελεσφόρος
[тэлэсфорос] επ способствующий успеху, действенный эффективный.
См. также в других словарях:
Τελεσφόρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσφόρος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελέσφορος — bringing fulfilment masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσφόρος — I Μυθικός δαίμονας του κύκλου του Ασκληπιού. Bωμός αφιερωμένος σε αυτόν υπήρχε στην Πέργαμο και ένα άγαλμά του στον ιερό περίβολο του Ασκληπιού, μέσα στον ναό της Υγείας. Παριστανόταν με τη μορφή μικρού παιδιού, με ρούχα που κάλυπταν όλο του το… … Dictionary of Greek
τελεσφόρος — α, ο αυτός που φέρνει σε αίσιο τέλος, αποτελεσματικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τελεσφόροις — τελέσφορος bringing fulfilment masc/fem/neut dat pl τελεσφόρος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσφόρον — τελεσφόρος masc/fem acc sg τελεσφόρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσφόρου — τελέσφορος bringing fulfilment masc/fem/neut gen sg τελεσφόρος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσφόρους — τελέσφορος bringing fulfilment masc/fem acc pl τελεσφόρος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσφόρων — τελέσφορος bringing fulfilment masc/fem/neut gen pl τελεσφόρος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσφόρῳ — τελέσφορος bringing fulfilment masc/fem/neut dat sg τελεσφόρος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)