-
41 τελεστικώς
-
42 τελεστικῶς
-
43 τελεστικάς
τελεστικά̱ς, τελεστικόςfit for finishing: fem acc pl -
44 ἀποτελεστικός
ἀπο-τελεστικός, wirksam, vollendend -
45 ἐπιθετικός
ἐπι-θετικός, ή, όν, gern angreifend, unternehmend; von Hunden; auch der leicht etwas anfängt, im Ggstz des τελεστικός; betrügerisch, hinterlistig; hinzugesetzt, τὸ ἐπιϑετικόν, das Adjectivum, Gramm. Adv. ἐπιϑετικῶς, zugesetzt -
46 ἐπιτελεστικός
ἐπι-τελεστικός, ή, όν, vollendend -
47 ἱεροτελεστικός
ἱερο-τελεστικός, ή, όν, in das Heilige einweihend -
48 συντελεστικός
συν-τελεστικός, ή, όν, vollendet; ὁ σ., sc. χρόνος, das Perfectum, advb. συντελεστικῶς, im Perfect
См. также в других словарях:
τελεστικός — fit for finishing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεστικός — ή, όν, Α [τελεστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μυσταγωγία, μυστικός («σοφὸς περὶ τὰ θεῑα τὴν ἐνθουσιαστικὴν καὶ τελεστικὴν σοφίαν», Πλούτ.) 2. αρμόδιος για τέλεση, για εκτέλεση («τελεστικὸς τῶν ἁπάντων», Αριστοτ.) 3. κατάλληλος για μύηση … Dictionary of Greek
τελεστικά — τελεστικός fit for finishing neut nom/voc/acc pl τελεστικά̱ , τελεστικός fit for finishing fem nom/voc/acc dual τελεστικά̱ , τελεστικός fit for finishing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεστικῶν — τελεστικός fit for finishing fem gen pl τελεστικός fit for finishing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεστικόν — τελεστικός fit for finishing masc acc sg τελεστικός fit for finishing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεστικώτατα — τελεστικός fit for finishing adverbial superl τελεστικός fit for finishing neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεστικώτατον — τελεστικός fit for finishing masc acc superl sg τελεστικός fit for finishing neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεστικαῖς — τελεστικός fit for finishing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεστικαί — τελεστικός fit for finishing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεστικοῖς — τελεστικός fit for finishing masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεστικοί — τελεστικός fit for finishing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)