-
21 τελεστικήν
τελεστικόςfit for finishing: fem acc sg (attic epic ionic) -
22 τελεστικώτατος
τελεστικόςfit for finishing: masc nom superl sg -
23 τελεστικών
-
24 τελεστικῶν
-
25 ἐπι-θετικός
ἐπι-θετικός, ή, όν, gern angreifend, unternehmend; στρατηγός Xen. Mem. 3, 1, 6; von Hunden, ἐπιϑ. τοῖς ϑηρίοις 4, 1, 3; ἐπιϑετικώτατον γὰρ τοιοῦτον ἦϑος περὶ πάσας τὰς πράξεις Arist. polit. 5, 11; auch der leicht Etwas anfängt, im Ggstz des τελεστικός, id. Physiogn. 6 (813, 9); betrügerisch, hinterlistig; – hinzugesetzt, τὸ ἐπιϑετικόν, das Adjectivum, Gramm. – Adv. ἐπιϑετικῶς, zugesetzt, Schol. Il. 13, 29 u. sonst.
-
26 αποτελεστικος
-
27 επιτελεστικος
-
28 συντελεστικος
-
29 τελεστική
-
30 τελεστικῇ
-
31 τελεστικής
-
32 τελεστικῆς
-
33 τελεστικαίς
-
34 τελεστικαῖς
-
35 τελεστικοίς
-
36 τελεστικοῖς
-
37 τελεστικού
-
38 τελεστικοῦ
-
39 τελεστικώ
-
40 τελεστικῷ
См. также в других словарях:
τελεστικός — fit for finishing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεστικός — ή, όν, Α [τελεστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μυσταγωγία, μυστικός («σοφὸς περὶ τὰ θεῑα τὴν ἐνθουσιαστικὴν καὶ τελεστικὴν σοφίαν», Πλούτ.) 2. αρμόδιος για τέλεση, για εκτέλεση («τελεστικὸς τῶν ἁπάντων», Αριστοτ.) 3. κατάλληλος για μύηση … Dictionary of Greek
τελεστικά — τελεστικός fit for finishing neut nom/voc/acc pl τελεστικά̱ , τελεστικός fit for finishing fem nom/voc/acc dual τελεστικά̱ , τελεστικός fit for finishing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεστικῶν — τελεστικός fit for finishing fem gen pl τελεστικός fit for finishing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεστικόν — τελεστικός fit for finishing masc acc sg τελεστικός fit for finishing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεστικώτατα — τελεστικός fit for finishing adverbial superl τελεστικός fit for finishing neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεστικώτατον — τελεστικός fit for finishing masc acc superl sg τελεστικός fit for finishing neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεστικαῖς — τελεστικός fit for finishing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεστικαί — τελεστικός fit for finishing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεστικοῖς — τελεστικός fit for finishing masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεστικοί — τελεστικός fit for finishing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)