-
1 τελεσι-ούργημα
τελεσι-ούργημα, τό, die vollendete Arbeit. – Auch der Zweck der Arbeit, Pol. 3, 4, 12.
-
2 τελεσιούργημα
τελεσι-ούργημα, τό, die vollendete Arbeit. Auch der Zweck der Arbeit -
3 τελεσιουργημα
1 τελεσι-ούργημα
τελεσι-ούργημα, τό, die vollendete Arbeit. – Auch der Zweck der Arbeit, Pol. 3, 4, 12.
2 τελεσιούργημα
3 τελεσιουργημα