-
1 τελεσσι-δώτειρα
τελεσσι-δώτειρα, ἡ, poet. statt τελεσιδώτειρα, = τέλος δοῦσα, Geberinn der Vollendung, der Reise, Μοῖρα Eur. Heracl. 899.
См. также в других словарях:
τελεσιδώτειρα — ἡ, Α αμάρτυρος τ. τού επικ. τ. τελεσσιδώτειρα* … Dictionary of Greek