Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τελεσίγονος

См. также в других словарях:

  • τελεσίγονος — ον, Α αμάρτυρος τ. τού επικ. τ. τελεσσίγονος* …   Dictionary of Greek

  • τελεσσίγονος — και επικ. τ. τελεσίγονος, ον, Α 1. αυτός που γεννάει την κατάλληλη εποχή ή αυτός που παράγει ώριμους καρπούς 2. ο εντελώς ώριμος («τελεσσίγονοι καρποί», Ορφ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού τέλος* + γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»