-
1 τελεσσί-γονος
τελεσσί-γονος, poet. = τελεσίγονος, die Frucht od. die Geburt vollbringend, zeitigend, ϑέαινα Nonn. D. 8, 179.
-
2 τελεσσίγονος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τελεσσίγονος
См. также в других словарях:
τελεσίγονος — ον, Α αμάρτυρος τ. τού επικ. τ. τελεσσίγονος* … Dictionary of Greek
τελεσσίγονος — και επικ. τ. τελεσίγονος, ον, Α 1. αυτός που γεννάει την κατάλληλη εποχή ή αυτός που παράγει ώριμους καρπούς 2. ο εντελώς ώριμος («τελεσσίγονοι καρποί», Ορφ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού τέλος* + γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ.… … Dictionary of Greek