-
61 отлетать
-
62 отпахать
пашу-пашешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отпаханный, βρ: -хан, -а, -оρ.σ.1. οργώνω.2. τελειώνω το όργωμα.τελειώνω το όργωμα. -
63 отработать
ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отработанный, βρ: -тан, -а, -о.1. εργάζομαι, δουλεύω για να ξεπλερώσω. || εργάζομαι•отработать аванс δουλεύω για την προκαταβολή•
я -ал восемь часов δούλεψα οχτώ ώρες.
2. τελειώνω τη δουλειά.3. αφήνω τη δουλειά, παύω να εργάζομαι (λόγω γερατειών)•наш дедушка -ал ο παππούς δε δουλεύει άλλο πια.
|| φθείρομαι, αχρηστεύομαι από τη δουλειά, τρώγω το ψωμί μου.4. επεξεργάζομαι, δουλεύω, τελειοποιώ. || ασκούμαι, εξασκούμαι.τελειώνω την εργασία. -
64 отсеять
-сю, -сешь ρ.σ.μ.1. κοσκινίζω•отсеять сор κοσκινίζω τα σκύβαλα.
2. μτφ. εκκαθαρίζω, περνώ από το κόσκινο• διώχνω, σκορπίζω.3. αποσπέρνω, τελειώνω το σπάρσιμο.1. κοσκινίζομαι•отруби -лись τα πίτυρα κοσκινίστηκαν.
2. μτφ. σκορπίζω, -ομαι, εγκαταλείπω, αποχωρώ, φεύγω•часть учащихся -лась ένα μέρος των μαθητών παράτησε το σχολείο.
3. τελειώνω τη σπορά. -
65 отстирать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отстиранный, βρ: -ран, -а, -о.1. ξεπλύνω, βγάζω με το πλύσιμο (λεκέδες, λάσπες κ.τ.τ.).2. τελειώνω το πλύσιμο.1. καθαρίζομαι, βγαίνω με το πλύσιμο•пятно -лось ο λεκές καθάρισε (βγήκε).
|| πλύνομαι, λευκαίνομαι.2. τελειώνω το πλύσιμο. -
66 оттеребить
-блю, -бищь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оттеребленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.τελειώνω το ξερίζωμα, αποξεριζώνω•оттеребить лн τελειώνω το ξερίζωμα του λιναριού.
-
67 оттопить
-топлю, -топишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оттопленный,• βρ: -лен, -а, -оρ.σ.τελειώνω το άναμμα• παύω να ανάβω, να θερμαίνω.τελειώνω, παύω να θερμαίνομαι. || ανάβω, θερμαίνομαι. -
68 отучить
-учу, -учишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отученный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.1. μ. ξεμαθαί,νω, υποχρεώνω να ξεμάθει, να ξεσυνηθίσει•отучить от курения ξεμαθαίνω κάποιον από το να καπνίζει.
2. τελειώνω τη μάθηση ή τα μαθήματα.1. ξεσυνηθίζω, ξεμαθαίνω•отучить от курения ξεσυνηθίζω το κάπνισμα.
2. τελειώνω τη μάθηση ή τα μαθήματα. -
69 отшить
отошью, отошьшь, προστκ. отши,ρ.σ.1. ξεκαρφώνω•отшить доски ξεκαρφώνω τις σανίδες.
2. (απλ.) διώχνω, δίνω δρόμο, ξε-κουμπίζω.3. τελειώνω το ράψιμο.(απλ.) τελειώνω το ράψιμο. -
70 отшуметь
-млю, -мишьρ.σ.τελειώνω το θόρυβο, παύω να θορυβώ. || (για θόρυβο, ντόρο κ.τ.τ.) περνώ, τελειώνω, παύω. -
71 отъездить
-
72 отэкзаменовать
-
73 пройти
пройду, пройдёшь, παρλθ. χρ. прошёл, -шла, -шло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пройденный, βρ: -ден, -а, -о κ. пройденный, βρ: -ден, -дена, -дено; επιρ. μτχ. пройдяρ.σ.1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι•войска -шли через город τα στρατεύματα πέρασαν από την πόλη•
пройти вперёд περνώ μπροστά.
|| διανύω, διασχίζω, διατρέχω•пройти большой путь περνώ (διανύω) μεγάλο δρόμο (απόσταση).
|| μεταβαίνω, πηγαίνω περνώ•оратор -шёл к трибуне ο ρήτορας πέρασε για το βήμα.
|| διαδίδομαι, ξαπλώνομαι• περνώ•-шла весть о победе διαδόθηκε είδηση για τη νίκη•
-шёл слух διαδόθηκε φήμη (φημολογήθηκε).
|| μτφ. περνώ γρήγορα και χάνομαι•по её губам -шла улыбка στα χείλη της πέρασε ένα χαμόγελο.
2. αφήνω περνώντας, αποφεύγω, παρακάμπτω. || προσπερνώ, αφήνω πίσω μου•они -шли деревню αυτοί πέρασαν το χωριό.
3. πέφτω, ρίχνω•-шёл град έπεσε χαλάζι•
-шёл дождь έβρεξε•
-шёл снег χιόνισε.
|| διαπερνώ, διαποτίζω•чернила -шли бумагу η μελάνη πέρασε το χαρτί..
διεξάγομαι, γίνομαι•собрание -шло хорошо η συνέλευση διεξήχτηκε καλά.
|| προχωρώ, προβαίνω•пройти в горную породу περνώ μέσα στο πέτρωμα.
|| δουλεύω, φτιάχνω•пройти грядку φτιάχνω βραγιά.
4. διέρχομαι, γίνομαι•здесь -дёт железная дорога εδώ θα περάσει σιδηροδρομική γραμμή.
5. γίνομαι δεκτός, προσλαμβάνομαι(με ψηφοφορία κ.τ.τ.)• пройти в партию περνώ στο κόμμα.6. αλείφω•пройти потолок мелом περνώ την οροφή με κιμωλία•
пройти раму лаком περνώτο πλαίσιο με βερνίκι.
7. υποφέρω, υπομένω, αντέχω•они -шли много испытаний и страданий αυτοί πέρασαν πολλές δοκιμασίες και πολλά βάσανα.
8. (για χρόνο) διαβαίνω, περνώ•-шли те времена πέρασαν εκείνα τα χρόνια.
|| τελειώνω, περατώνομαι, διεξάγομαι παίζομαι•опера -шла с большим успехом το μελόδραμα παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία.
9. εκπληρώνω•военную службу περνώ τη στρατιωτική θητεία•
пройти практику περνώ την πρακτική•
пройти курс лечения κάνω θεραπεία.
|| τελειώνω•пройти школу περνώ το σχολείο.
10. μαθαίνω, διδάσκομαι•пройти букварь περνώ το αλφαβητάριο•
пройти ис-торую древней Греции περνώ την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας.
11. σταματώ, παύω•дождь быстро пройтишёл η βροχή γρήγορα πέρασε.
|| δεν υποφέρω•зубная боль -шла ο πονόδοντος πέρασε.
εκφρ.пройти в жизнь – πραγματοποιούμαι στη ζωή, εφαρμόζομαι στην πράξη•пройти молчанием – αποσιωπώ, παρασιωπώ•это не -дт – αυτό δε θα περάσει.1. βαδίζω λίγο περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι.2. χορεύω•пройти русскую χορεύω ρωσικό χορό•
пройти в кадрили χορεύω καντρίλια.
3. περνώ πάνω σε κάτι.εκφρ.пройти по чей счт; пройти по чьему адресу – θίγω, προσβάλλω κάποιον άθελα (λέγω κάτι απρεπές). -
74 убрать
уберу, убершь, παρλθ χρ. убрал-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. убранный, βρ: убран-а κ. -а, -о ρ.σ.μ.1. παίρνω•убрать со стола παίρνω τα πιατικά κλπ, από το τραπέζι (μετά το φαγητό).
|| βραχύνω, κοντεύω, μαζεύω, στενεύω, αφαιρώ το περίσσιο μέρος•убрать платье в талии μαζεύω το φόρεμα στη μέση•
-подол на два сантиметра κοντεύω τον ποδόγυρο κατά δυο πόντους.
2. αφαιρώ, βγάζω, περικόπτω, απορρίπτω (από κείμενο, έργο κ.τ.τ,).διώχνω, εκδιώκω•-ите его из комнаты πάρτε τον (βγάλτε τον) έξω από το δωμάτιο.
|| παίρνω για εξόντωση, εξοντώνω, φονεύω.3. συγκομίζω, συλλέγω, μαζεύω, σηκώνω•убрать вес хлеб с полей μαζεύω (σηκώνω) όλο το σιτάρι από τα χωράφια.
4. βγάζω, θέτω σε αδράνεια, σταματώ τη λειτουργία•убрать всла βγάζω τα κουπιά-убрать паруса μαζεύω τα πανιά (σκάφους).
5. τοποθετώ, βάζω•убрать бумаги в ящик παίρνω τα χαρτιά και τα βάζω στο συρτάρι.
|| μαζεώ, περιστέλλω•убери тво брюхо, мешает мне пройти μάζεψε την κοιλιά σου, με εμποδίζει να περάσω.
|| συμπερ ιλαβαίνω, κάνω να χωρέσει•все слова в одну строчку συμπερ ιλαβαίνω όλες τις λέξεις σε μια σειρά.
6. (απλ.) τρώγω, κατεβάζω•за троих убрать суп για τρεις θα φάω σούπα.
7. τακτοποιώ, συγυρίζω, διευθετώ, ευτρεπίζω•убрать постель συγυρίζω το κρεβάτι•
убрать комнату συγυρίζω το δωμάτιο.
|| παλ. στολίζω• καλοντύνω• λουσάρω. || καλλωπίζω, κοσμώ.1. φεύγω, αναχωρώ•он -лся от сюда αυτός έφυγε απ εδώ.
2. τελειώνω•вовремя, убрать с сенокосом έγκαιρα τελειώνω τη χορτοκοπή.
3. συγυρίζομαι, τακτοποιούμαι, διευθετούμαι, ευτρεπίζομαι.4. στολίζομαι, καλοντύνομαι, λουσάρομαι• καλλωπίζομαι.5. χωρώ, συμπεριλαβαίνομαι•все слова -лись в одну строчку όλες οι λέξεις συμπερ ιλήφτηκαν σε μια σειρά (γραμμή).
-
75 выгрузка
η εκφόρτωσ/ητο ξεφόρτω-μαна условиях с - ой на берег мор. με όρους - ης στο λιμάνιпогрузка и - за счет фрахтователя мор. φόρτωση και - με χρέωση του ναυλωτήпорядок - и διαδικασία/σειρά - ηςгрейферная - με αρπάγη/δαγκάναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выгрузка
-
76 догрузить
1. (окончить погрузку) φορτώνωτελειώνω τη φόρτωση2. (добавить к грузу недостающее до полной нагрузки) συμπληρώνω (το φορτίο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > догрузить
-
77 истекать
1. (о времени) εκπνέω, τελειώνω, λήγω 2. (о действии документа) λήγω 3. (вытекать) εκρέατ - кровью αιμορραγώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > истекать
-
78 отгрузка
1. (погрузка и отправление) η φόρτωσ/η (και η αποστολή) 2. (снятие части груза, перегрузка части груза куда-л.) η εκφόρτωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отгрузка
-
79 отделать
1. (окончательно обработать) τελειώνω (την επεξεργασία, τη λεπτομέρεια) 2. (украсить) διακοσμώ, στολίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отделать
-
80 перепахать
1. (вспахать заково) ξαναορ-γώνω, οργώνω πάλι/ξανά 2. (закончить вспашку) τελειώνω το όργωμα 3. (вспахивая, провести борозду поперек чего-л.) οργώνω εγκαρσίως.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перепахать
См. также в других словарях:
τελειώνω — τελειώνω, τέλειωσα και τελείωσα, τελειωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τελειώνω — τελειῶ, όω, ΝΜΑ, και τελεῶ Α [τέλειος] φέρνω εις πέρας, περατώνω, συμπληρώνω, ολοκληρώνω κάτι (α. «τελείωσε τις σπουδές του στο εξωτερικό» β. «τελειώσω αὐτοῡ τὸ ἔργον», ΚΔ γ. «τελειώσαντες τὰς σπονδάς», Θουκ.) νεοελλ. 1. (μτβ.) καταναλώνω εξ… … Dictionary of Greek
τελειώνω — τέλειωσα και τελείωσα, τελειώθηκα, τελειωμένος 1. φέρνω σε τέλος, περατώνω: Τέλειωσα το γράψιμο. 2. εξαντλώ, ξοδεύω κάτι ολόκληρο: Το τελειώσαμε το ψωμί. 3. αμτβ., φτάνω στο τέλος, περατώνομαι: Τελείωσε το μάθημα. 4. αποκάμνω, πεθαίνω: Τέλειωσα,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποζυμώνω — τελειώνω το ζύμωμα … Dictionary of Greek
απολιχνίζω — τελειώνω το λίχνισμα … Dictionary of Greek
αποτροχίζω — τελειώνω το τρόχισμα … Dictionary of Greek
μισοξετελειώνω — τελειώνω ένα έργο κατά το ήμισυ, μισοτελειώνω … Dictionary of Greek
ξαλέθω — τελειώνω το άλεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + αλέθω] … Dictionary of Greek
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
κομπίρω — και κοπίρω και κομπλίρω (Μ) τελειώνω, λήγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. compire «τελειώνω» (λατ. compleo «γεμίζω, συμπληρώνω, τελειώνω»)] … Dictionary of Greek
πέρας — το, ΝΜΑ, επικ. τ. πεῑραρ και ιων. τ. πεῑρας, ατος, Α 1. τοπ. τέλος, τέρμα 2. στον πληθ. τα πέρατα (για τη γη, τη θάλασσα ή τον κόσμο) τα έσχατα όρια («απ τού κόσμου όλα τα πέρατα», Σολωμ.) 3. χρον. τελείωμα (α. «το πέρας τής εβδομάδας» β. «πέρας… … Dictionary of Greek