-
1 окончиться
-
2 закончить
τελειώνω, (απο)περατώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закончить
-
3 окончить
τελειώνω, περατώνω, ολοκληρώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > окончить
-
4 кончить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. конченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.1. μ. τελειώνω, περατώνω•кончить ремонт τελειώνω την επισκευή•
кончить разговор τελειώνω την κουβέντα.
2. πεθαίνω, τελευτώ•он -ил самоубийством αυτός αυτοκτόνησε.
|| φονεύω, σκοτώνω•он выстрелил в медведицу и сразу -ил её πυροβόλησε την αρκούδα κι αμέσως την σκότωσε.
εκφρ.кончить жизнь ή век – πεθαίνω•кончить скверно ή плохо, дурно – τελειώνω άσχημα, έχω άσχημο τέλος ζωής.1. τελειώνω, εκπνέω (για προθεσμία). || εξαντλούμαι (για εφεδρεί ες).2. περατώνομαι, τελειώνω•этим дело не -лось μ αυτό η υπόθεση δεν τέλειωσε•
кончить ни чем τζίφος η υπόθεση•
тем это и -лось αυτό ήταν το τέλος του•
перемирие -лось η ανακωχή τέλειωσε.
|| πεθαίνω, τελευτώ, τελειώνω. -
5 кончать
кончать, кончить в разн. знач. τελειώνω; \кончать работу σταματώ να εργάζομαι \кончать школу αποφοιτώ, τελειώνω το σχολείο \кончаться τελειώνω* * *в разн. знач. = кончитьконча́ть рабо́ту — σταματώ να εργάζομαι
конча́ть шко́лу — αποφοιτώ, τελειώνω το σχολείο
-
6 окончить
окончить τελειώνω, περατώνω· ολοκληρώνω· \окончить школу τελειώνω το σχολείο \окончиться τελειώνω* * *τελειώνω, περατώνω; ολοκληρώνωоко́нчить шко́лу — τελειώνω το σχολείο
-
7 доиграть
доиграть, доигрывать спорт, τελειώνω το παιχνίδι τελειώνω την παρτίδα (партию в шахматы)* * *спорт. = доигрыватьτελειώνω το παιχνίδι; τελειώνω την παρτίδα ( партию в шахматы) -
8 доигрывать
доигрыватьнесов τελειώνω τό παιγνίδι (об игре)/ τελειώνω νά παίζω, τελειώνω τό παίξιμο (о музыкальном произведении и т. п.):\доигрывать партию в шахматы τελειώνω τήν παρτίδα τοῦ σκακιοδ· \доигрывать пьесу παίζω τό ἔργο ὡς τό τέλος. -
9 кончать
кончатьнесов в разн. знач. τελειώνω:\кончать проект τελειώνω τό σχέδιο· \кончать работать σχολνάω ἀπό τή δουλειά· \кончать университет τελειώνω πανεπιστήμιο· \кончать· разговор τελειώνω τή συζήτηση· \кончать (жизнь) самоубийством αὐτοκτονώ· пора́ \кончать εἶναι καιρός νά τελειώνουμε (или νά σταμα-τήσουμε)· \кончать на том, что... καταλήγω σέ..., σταματῶ στό... -
10 окончить
-чу, -чишьρ.σ.μ.τελειώνω, τερματίζω, περατώνω, περαιώνω• τελειώνω τη δουλειά•скоро вы -ите? γρήγορα θα τελειώσετε;•
окончить институт τελειώνω το ινστιτούτο.
τελειώνω•перерыв -лся το διάλειμμα τέλειωσε•
совещание -лось η σύσκεψη τέλειωσε.
-
11 покончить
ρ.σ.1. (παλ. κ. απλ.). (απο)τελειώνω, (απο)περατώνω• ξεμπλέκω.2. σταματώ, παύω, τελειώνω οριστικά. || σκοτώνω, φονεύω, τελειώνω, ξεμπλέκω, ξεκάνω.εκφρ.покончить раз на всегда – τελειώνω μια για πάντα•с собой ή с жизнью• покончить жизнь самоубийством – αυτοκτονώ. -
12 дописать
дописатьсов, дописывать несов (ἀπο)τελειώνω τό γράψιμο, (άπο)τελειώνω τό γράμμα (письмо и т. ἡ.)/ τελειώνω τό ζωγράφισμα (картину). -
13 дорисовать
дорисоватьсов, дорисовывать несов τελειώνω νά ίχνογραφώ, τελειώνω νά ζωγραφίζω:\дорисовать портрет τελειώνω τό πορτραίτο. -
14 оканчивать
оканчиватьнесов1. (ἀπο)τελειώνω, (ἀπο)περατώνω, τερματίζω:\оканчивать чтение τελειώνω τό διάβασμα·2. (учебное заведение) ἀποφοιτῶ, τελειώνω (μετ.). -
15 откатать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. откатанный, βρ: -тан, -а, -о.1. τελειώνω το τρίψιμο, το κύλισμα•откатать бель τελειώνω το τρίψιμο των ρούχων με τον κυλιστήρα.
2. διατρέχω (περνώ) γρήγορα.3. (απλ.) χτυπώ, ξυλοκοπώ.τελειώνω την ολίσθηση, το γλίστρημα. -
16 прикончить
ρ.σ.μ.1. τελειώνω, παύω, σταματώ κόβω•прикончить спор σταματώ τη συζήτηση.
|| εξαντλώ, τελειώνω, (απο)σώνω, νετάρω.2. αποτελειώνω, αποσκοτώνω.τελειώνω, σταματώ, παύω κόβω. -
17 доводить
1. (мет.-об.) τελειώνω, επεξεργάζομαι, (с притиром) τελειώνω τη λείανσηκάνω το ρεκτιφιέ2. мет. καθαρίζω/ραφινάρω (το μέταλλο) 3. (до завершения) ολοκληρώνω 4. (до какого-л. состояния) φέρνω, οδηγώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > доводить
-
18 завершать
завершать, завершить τελειώνω, ολοκληρώνω αποπερατώνω (довести до конца) \завершаться αποπερατώνομαι* * *= завершитьτελειώνω, ολοκληρώνω; αποπερατώνω ( довести до конца) -
19 закончить
-
20 истекать
См. также в других словарях:
τελειώνω — τελειώνω, τέλειωσα και τελείωσα, τελειωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τελειώνω — τελειῶ, όω, ΝΜΑ, και τελεῶ Α [τέλειος] φέρνω εις πέρας, περατώνω, συμπληρώνω, ολοκληρώνω κάτι (α. «τελείωσε τις σπουδές του στο εξωτερικό» β. «τελειώσω αὐτοῡ τὸ ἔργον», ΚΔ γ. «τελειώσαντες τὰς σπονδάς», Θουκ.) νεοελλ. 1. (μτβ.) καταναλώνω εξ… … Dictionary of Greek
τελειώνω — τέλειωσα και τελείωσα, τελειώθηκα, τελειωμένος 1. φέρνω σε τέλος, περατώνω: Τέλειωσα το γράψιμο. 2. εξαντλώ, ξοδεύω κάτι ολόκληρο: Το τελειώσαμε το ψωμί. 3. αμτβ., φτάνω στο τέλος, περατώνομαι: Τελείωσε το μάθημα. 4. αποκάμνω, πεθαίνω: Τέλειωσα,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποζυμώνω — τελειώνω το ζύμωμα … Dictionary of Greek
απολιχνίζω — τελειώνω το λίχνισμα … Dictionary of Greek
αποτροχίζω — τελειώνω το τρόχισμα … Dictionary of Greek
μισοξετελειώνω — τελειώνω ένα έργο κατά το ήμισυ, μισοτελειώνω … Dictionary of Greek
ξαλέθω — τελειώνω το άλεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + αλέθω] … Dictionary of Greek
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
κομπίρω — και κοπίρω και κομπλίρω (Μ) τελειώνω, λήγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. compire «τελειώνω» (λατ. compleo «γεμίζω, συμπληρώνω, τελειώνω»)] … Dictionary of Greek
πέρας — το, ΝΜΑ, επικ. τ. πεῑραρ και ιων. τ. πεῑρας, ατος, Α 1. τοπ. τέλος, τέρμα 2. στον πληθ. τα πέρατα (για τη γη, τη θάλασσα ή τον κόσμο) τα έσχατα όρια («απ τού κόσμου όλα τα πέρατα», Σολωμ.) 3. χρον. τελείωμα (α. «το πέρας τής εβδομάδας» β. «πέρας… … Dictionary of Greek