-
1 τελειούσι
τελειόωmake perfect: pres part act masc /neut dat pl (attic ionic)τελειόωmake perfect: pres ind act 3rd pl (attic ionic) -
2 τελειοῦσι
τελειόωmake perfect: pres part act masc /neut dat pl (attic ionic)τελειόωmake perfect: pres ind act 3rd pl (attic ionic)
См. также в других словарях:
τελειοῦσι — τελειόω make perfect pres part act masc/neut dat pl (attic ionic) τελειόω make perfect pres ind act 3rd pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελειώνω — τελειῶ, όω, ΝΜΑ, και τελεῶ Α [τέλειος] φέρνω εις πέρας, περατώνω, συμπληρώνω, ολοκληρώνω κάτι (α. «τελείωσε τις σπουδές του στο εξωτερικό» β. «τελειώσω αὐτοῡ τὸ ἔργον», ΚΔ γ. «τελειώσαντες τὰς σπονδάς», Θουκ.) νεοελλ. 1. (μτβ.) καταναλώνω εξ… … Dictionary of Greek