-
1 τελειοτέρω
-
2 τελειοτέρῳ
См. также в других словарях:
τελειοτέρῳ — τέλειος perfect masc/neut dat comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 τελειοτέρω
2 τελειοτέρῳ
τελειοτέρῳ — τέλειος perfect masc/neut dat comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)