-
1 Τεκνία
ДетиДетки τεκνίαΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Τεκνία
-
2 τεκνία
деткидети ΤεκνίαΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τεκνία
-
3 ατεκνια
-
4 ευτεκνια
-
5 μισοτεκνια
-
6 πολυτεκνια
-
7 φιλοτεκνια
См. также в других словарях:
τεκνία — τεκνίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοτεκνία — η (Α κακοτεκνία) το να έχει κάποιος κακά παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + τεκνία (< τεκνος < τέκνον), πρβλ. βραδυ τεκνία, φιλο τεκνία] … Dictionary of Greek
καλοτεκνία — καλοτεκνία, ἡ (Μ) γέννηση ωραίων παιδιών, ευτεκνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + τεκνία (< τέκνος < τέκνον), πρβλ. πολυ τεκνία, φιλο τεκνία] … Dictionary of Greek
Герасим Кефалонийский — В Википедии есть статьи о других людях с именем Герасим. Св. Герасим Кефалонийский Герасим Кефалонийский (греч. Γεράσιμος της Κεφαλονιάς; 1506, Трикала … Википедия