Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τεκμηρίωσις

См. также в других словарях:

  • τεκμηριώσει — τεκμηρίωσις proof fem nom/voc/acc dual (attic epic) τεκμηριώσεϊ , τεκμηρίωσις proof fem dat sg (epic) τεκμηρίωσις proof fem dat sg (attic ionic) τεκμηριόω prove positively aor subj act 3rd sg (epic) τεκμηριόω prove positively fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκμηρίωσιν — τεκμηρίωσις proof fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκμηρίωση — η / τεκμηρίωσις, ώσεως, ΝΜΑ η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τεκμηριώνω, η συναγωγή συμπεράσματος βάσει τεκμηρίων, η θεμελίωση μιας άποψης με τεκμήρια νεοελλ. 1. τεχνολ. σύστημα λειτουργιών και μεθόδων που διευκολύνει τη συλλογή, αναζήτηση και… …   Dictionary of Greek

  • τεκμηριώσεως — τεκμηριώσεω̆ς , τεκμηρίωσις proof fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκμηριώσῃ — τεκμηριώσηι , τεκμηρίωσις proof fem dat sg (epic) τεκμηριόω prove positively aor subj mid 2nd sg τεκμηριόω prove positively aor subj act 3rd sg τεκμηριόω prove positively fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»