Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

τεθωρακισμένων

См. также в других словарях:

  • τεθωρακισμένων — τεθωρᾱκισμένων , θωρακίζω arm with a breastplate perf part mp fem gen pl τεθωρᾱκισμένων , θωρακίζω arm with a breastplate perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γκουντέριαν, Χάιντζ — (Heinz Guderian, 1888 – 1954).Γερμανός στρατιωτικός. Σπούδασε στη σχολή πολέμου του Βερολίνου και υπηρέτησε στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, με τον βαθμό του αξιωματικού των διαβιβάσεων, σε διάφορες μονάδες και επιτελεία. Από το 1922 έδειξε ιδιαίτερο… …   Dictionary of Greek

  • άρμα μάχης — Όχημα, ερπυστριοφόρο και θωρακισμένο, οπλισμένο βασικά με πυροβόλο και πολυβόλα. Τα ά.μ. χαρακτηρίζονται από την ικανότητά τους να κινούνται σχεδόν σε οποιοδήποτε έδαφος από την προστασία του θώρακα και την ισχύ πυρός. Διακρίνονται σε ελαφρά (για …   Dictionary of Greek

  • Structure of the Hellenic Army — General Staff*Hellenic Army General Staff Γενικό Επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ) **Chief of Staff of the Army Αρχηγός ΓΕΣ **Inspector General of the Army Γενικός Επιθεωρητής Στρατού / Διοικητής ΔΙΔΟΕΕ **1st Deputy Chief of Staff of the Army A Υπαρχηγός… …   Wikipedia

  • Greek military junta of 1967–1974 — Regime of the Colonels redirects here. For the generic usage as a term for military rule, see military junta. For the Polish regime of colonels, see Piłsudski s colonels. For other uses, see Colonels regime. History of Greece …   Wikipedia

  • ίλαρχος — ο (Α ἴλαρχος) νεοελλ. ο λοχαγός τού ιππικού στον παλαιό στρατό 2. ο λοχαγός τεθωρακισμένων αρχ. ιλάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλη + αρχος (< αρχός < ἄρχω), πρβλ. ναύ αρχος, ταξί αρχος] …   Dictionary of Greek

  • ίλη — η (Α ἴλη και δωρ. τ. ἴλα και ιων. εἴλη) νεοελλ. 1. μονάδα ιππικού τού παλαιού στρατού που αντιστοιχούσε στον λόχο τού πεζικού 2. λόχος τεθωρακισμένων αρχ. 1. πλήθος, ομάδα ανθρώπων 2. πλήθος ζώων 3. στράτευμα, τμήμα στρατού 4. μονάδα ιππικού από… …   Dictionary of Greek

  • ανθυπίλαρχος — ο ο ανθυπολοχαγός στο όπλο του ιππικού τεθωρακισμένων του στρατού ξηράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθ * + υπίλαρχος. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τού Βασιλείου της Ελλάδος (αρχή έκδ. 1833)] …   Dictionary of Greek

  • αντιαρματικός — ή, ό (για όπλα) αυτός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον αρμάτων μάχης ή άλλων τεθωρακισμένων οχημάτων …   Dictionary of Greek

  • πυροβολικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει η αναφέρεται στο πυροβόλο 2. το θηλ. ως ουσ. η πυροβολική στρ. η τεχνική τής ανάπτυξης, χρησιμοποίησης και συντήρησης όλων τών πολεμικών όπλων που χαρακτηρίζονται ως πυροβόλα, δηλ. ως όπλα που βάλλουν βλήματα μεγάλου… …   Dictionary of Greek

  • ταξιαρχία — Στρατιωτική μονάδα. Αποτελείται από μερικά τάγματα ή μοίρες ή συντάγματα και τμήματα από ειδικά στρατεύματα. Διακρίνεται σε τ. μηχανοκίνητου πεζικού, ιππικού, αρμάτων μάχης, πυραύλων, πυροβολικού, μηχανικού κλπ. Για πρώτη φορά ως στρατιωτική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»