-
1 τεθνακοχαλκίδας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεθνακοχαλκίδας
См. также в других словарях:
τεθνακοχαλκίδας — ὁ, Α αυτός που θα διακινδύνευε και να πεθάνει για ένα χαλκό νόμισμα, τελείως άφραγκος, εξαθλιωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέθνηκα, παρακμ. τού θνήσκω «πεθαίνω» + χαλκός + κατάλ. ίδης / ίδᾱς] … Dictionary of Greek