-
1 τεθερμώσθαι
-
2 τεθερμῶσθαι
-
3 θερμόω
A = θέρμω, An.Ox.2.448 ([voice] Pass.); τεθερμῶσθαι dub. l. in Ar. Lys. 1079.
См. также в других словарях:
τεθερμῶσθαι — θερμόω perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)