-
1 τεθαμβημένος
θαμβέωto be astounded: perf part mp masc nom sg -
2 θαμβέω
A to be astounded,οἱ δὲ ἰδόντες θάμβησαν Il.8.77
, cf.B.5.84;οἱ δ' ἀνὰ θυμὸν ἐθάμβεον Od.4.638
, etc.;καὐτὸς τεθάμβηκ' S.Ant. 1246
; .2 c. acc., to be astonished at,θάμβησαν δ' ὄρνιθας Od.2.155
, cf. 16.178;τὸν ἐθάμβεον Ἄρτεμίς τε καὶ Ἀθάνα Pi.N.3.50
;τέρας δ' ἐθάμβουν A.Supp. 570
(lyr.): in late Prose, Plu.Aem.34.II later also causal, alarm, LXX 2 Ki.22.5;τοὺς ὀφθαλμούς τινος PMag.Par. 1.237
:—[voice] Pass., to be astounded, Ev.Marc.1.27, POxy.654.7, PMag. Leid.W.11.39; τεθαμβημένος astounded, Plu.Brut.20;διά τινος Id.Caes.[45]
.
См. также в других словарях:
τεθαμβημένος — θαμβέω to be astounded perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμβώ — (I) θαμβῶ, έω (Α) [θάμβος] 1. κατέχομαι από θάμβος, εκπλήττομαι, μένω έκθαμβος («oἱ δὲ ἰδόντες θάμβησαν», Ομ. Ιλ.) 2. εκπλήσσω κάποιον, κάνω κάποιον έκθαμβο («χείμαρροι ἀνομίας ἐθάμβησάν με», ΠΔ) 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) τεθαμβημένος, η, ον… … Dictionary of Greek