-
1 σιτηρά
σῑτηρά, σιτηρόςof corn: neut nom /voc /acc plσῑτηρά̱, σιτηρόςof corn: fem nom /voc /acc dualσῑτηρά̱, σιτηρόςof corn: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 γεῦμα
-
3 μέτρον
μέτρον, τό,1 measure, rule,μέτρ' ἐν χερσὶν ἔχοντες Il.12.422
;ἐν μέτροισι ταμὼν δόνακας h.Merc.47
; πάντ' ἄνδρα πάντων χρημάτων μ. εἶναι is a measure of all things, Pl.Tht. 183c, cf. Protag. ap. Arist.Metaph. 1053a36;μ. αὐτῷ οὐχ ἡ ψυχή, ἀλλ' ὁ νόμος X.Cyr.1.3.18
.b Math., measure, divisor, Eratosth. ap. Nicom.Ar.1.13, etc.2 measure of content, whether solid or liquid,δῶκεν μέθυ, χίλια μ. Il.7.471
;εἴκοσι δ' ἔστω μ... ἀλφίτου Od.2.355
;ὕδατος ἀνὰ εἴκοσι μ. χεῦε 9.209
, cf. Il.23.268, 741, Hes.Op. 350, 600, etc.; at Samos, of the μέδιμνος, SIG976.55 (ii B.C.); in Egypt, of theἀρτάβη, μ. δοχικόν PTeb.11.6
(ii B.C.); also of smaller units, as μ. ἑξαχοίνικον ib.105.40 (ii B.C.); μέτροις καὶ σταθμοῖς by measure and weight, Decr. ap. And.1.83; in the widest sense, either weight or measure,Φείδωνος τοῦ τὰ μ. ποιήσαντος Πελοποννησίοισι Hdt.6.127
; μ. οἰνηρά, σιτηρά, Arist.EN 1135a2;Κιλικίῳ μ. μετρεῖν OGI579.2
([place name] Cilicia).3 any space measured or measurable, length, size, in pl., dimensions, μέτρα κελεύθου the length of the way, Od.4.389;μέτρα θαλάσσης Hes.Op. 648
, Orac. ap. Hdt.1.47; μορφῆς μέτρα bodily dimensions, E.Alc. 1063; τὰ μ. τοῦ λίθου its distances from a given point in given directions, its position, Hdt.2.121.ά, cf. Pl.Lg. 843e, Plu.Sol.23;ἄστρων μέτρα S.Fr.432.8
;ἀπέχει.. θαλάσσης μέτρον ἑξήκοντα σταδίους Th.8.95
; τῷ Ἴστρῳ ἐκ τῶν ἴσων μ. ὁρμᾶται [ὁ Νεῖλος] starts from the same distances as (i.e. the position corresponding to the source of) the Ister, Hdt.2.33;εἰδέναι τὴν ἑαυτοῦ χώραν μέτρῳ καὶ τόπῳ X.Cyr.8.5.3
;ἐντὸς τῶν μ. τετμημένον μέταλλον Hyp.Eux.35
; later of Time, duration,μέτρα βίοιο ἄρκια APl.4.333
(Antiphil.); ἐτέων μέτρα, ὡράων μέτρον, AP7.334,9.481; μέτρα ἐνιαυτῶν, νυκτός, Arat.464.731;χρονικὰ μ. Simp.
in de An.299.37.b limit, goal, ὅρμου μ. the goal which is the mooring-place, Od.13.101; ἥβης μ. ἱκέσθαι the term which is puberty, Il.11.225, Hes. Op. 132; but, ἥβης μ. ἔχειν full measure of youthful vigour, ib. 438, Thgn.1119;σοφίης, γνωμοσύνης μ. Sol.13.52
, 16.2.4 due measure or limit, proportion,μέτρα φυλάσσεσθαι Hes.Op. 694
;χρὴ κατ' αὐτὸν παντὸς ὁρᾶν μέτρον Pi.P.2.34
;μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων Id.I.6(5).71
;κατὰ μέτρον Hes.Op. 720
;πίνειν ὑπὲρ μέτρον Thgn.498
;προστιθεὶς μ. A.Ch. 797
(lyr.); τί μ. κακότατος ἔφυ; S.El. 236 (lyr.); μ. ἔχει have a moderating power, Pl.Lg. 836a;πλέον πίνειν τοῦ μέτρου Id.R. 621a
;μ. ἔχειν Id.Lg. 957a
; μέτρῳ, = μετρίως, καταβαίνειν Pi.P.8.78;οὐδεὶς τῷ μ. τὸ πίνειν ἔστεργε Alciphr. 3.32
.5 τίς ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα.. ἐπέθηκ' checks, i.e. bits, Pi.O.13.20.II metre, Ar.Nu. 638, 641, etc.; opp. μέλος (music) and ῥυθμός (time), Pl.Grg. 502c, etc.; λόγους ψιλοὺς εἰς μέτρα τιθέντες putting into verse, Id.Lg. 669d;τὰ ἐν μέτρῳ πεποιημένα ἔπη X.Mem. 1.2.21
. -
4 σιτηρός
A of corn, τὰ σ. γεύματα food made from corn, Hp. Acut.10; σ. μέτρα corn measures, Arist.EN 1135a2; μέδιμνος ς. IG22.1013.27; σιτηρά, ἡ, tax on corn, ib.1707.6, BGU1742.16, 1743.13 (i B.C.).II fit for food, eatable, Xenocr. ap. Orib.2.58.47.III καρπὸς ὁ ς. cereals, Thphr.Vent.13; so τὰ σ.,= τὰ σιτώδη, opp. ζῷα, λάχανα, Id.HP1.10.7, 8.2.3, Dsc.3 Prooem.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτηρός
-
5 συγκύρω
A appertain, τὸ ἱερὸν καὶ τὰ -κύροντα appurtenances, OGI 52.1 (Ptolemais, iii B.C.), cf. PCair.Zen. 460 (iii B.C.), POxy.247.29 (i A.D.);τῇ σιτηρᾷ ἀπομοίρᾳ OGI55.20
(Telmessus, iii B.C.): also [suff] συγκῠρ-κῠρέω,πᾶν τὸ συγκυροῦν Phld.Rh.2.64
S.;τὰ -κυροῦντα POxy.907.9
(iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκύρω
См. также в других словарях:
σιτηρά — (I) ἡ, Α βλ. σιτηρός. (II) τα, Ν βλ. σιτηρό … Dictionary of Greek
σιτηρά — τα δημητριακά (σιτάρι, κριθάρι, σίκαλη κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιτηρά — σῑτηρά , σιτηρός of corn neut nom/voc/acc pl σῑτηρά̱ , σιτηρός of corn fem nom/voc/acc dual σῑτηρά̱ , σιτηρός of corn fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημητριακά ή σιτηρά — Σύνολο ποωδών φυτών διαφορετικού μεγέθους της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Καλλιεργούνται από την αρχαιότητα σε μεγάλη κλίμακα, για την παραγωγή των εδώδιμων σπόρων τους, οι οποίοι, όταν αλέθονται, γίνονται αλεύρι που… … Dictionary of Greek
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek
σιτηρός — ά, ό / σιτηρός, ά, όν, ΝΜΑ βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιτηρά τα καλλιεργούμενα είδη φυτών, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια αγρωστώδη, όπως είναι το σιτάρι, η σίκαλη, το κριθάρι, το ρύζι, ο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
δασμός — Έμμεσος φόρος που μπορεί να επιβληθεί στα εμπορεύματα, τα οποία μεταφέρονται από χώρα σε χώρα, όταν περνούν την τελωνειακή γραμμή. Ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκεται με τους δ., γίνεται διάκριση μεταξύ δημοσιονομικών δ. και οικονομικών ή… … Dictionary of Greek
ζειά — ζειά, ή (συν. στον πληθ. ζειαί) (Α) 1. μονόκοκκο σιτάρι, χρήσιμο για την τροφή τών αλόγων («πάρ δ ἔβαλον ζειάς», Ομ. Οδ.) 2. είδος δίκοκκου σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στον ενικό αριθ. εμφανίζεται στους ελληνιστικούς και μεταγενέστερους χρόνους, ενώ… … Dictionary of Greek
μπουκάτι — το στον πληθ. τα μουκάτια α) σιτηρά, γεννήματα 2. συνεκδ. αγαθά, περιουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμ. bucate «σιτηρά»] … Dictionary of Greek