Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τα+μέτρα

  • 101 надлежащий

    επ. (γραπ. λόγος) πρέπων, αρμόζων, δέων, προσήκων, πρεπόύμενος• ενδεικνυόμενος, ενδεδειγμένος•

    принять -ие меры παίρνω ενδεικνυόμενα μέτρα•

    оказывать кому -ее почтение δείχνω τον προσήκοντα σεβασμό σε κάποιον•

    - им образом ή по -ему όπως πρέπει, όπως αρμόζει, δεόντως, πρεπούμενα•

    надлежащий человек на -ем месте ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση.

    Большой русско-греческий словарь > надлежащий

  • 102 надсыпать

    -плю, -плешь
    ρ.σ.μ.
    1. υψώνω, σηκώνω επιρρίπτοντας•

    надсыпать плотину σηκώνω το φράγμα με επιρρίψεις.

    2. επιρρίπτω•

    надсыпать два кубамтра земли επιρρίπτω δυό κυβικά μέτρα χώμα.

    ρ.δ.
    βλ. надсыпать.
    επιρρίπτομαι.

    Большой русско-греческий словарь > надсыпать

  • 103 намерить

    ρ.σ.
    (με σημ. ποσοτική) μετρώ•

    намерить мешок муки μετρώ ένα τσουβάκι αλεύρι• намерить 40 метров полотна μετρώ 40 μέτρα ύφασμα.

    Большой русско-греческий словарь > намерить

  • 104 необходимо

    ως κατηγ. είναι απαραίτητον
    - αναγκαίον χρειάζεται οπωσδήποτε•

    необходимо принять меры είναι απαραίτητο να παρθούν μέτρα•

    мне необходимо нужно его видеть είναι απόλυτη ανάγκη να τον δω•

    совершенно, крайне необходимо είναι πολύ αναγκαίον, чтобы я остался здесь είναι απαραίτητο να μείνω εδώ.

    Большой русско-греческий словарь > необходимо

  • 105 ограничительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -о
    1. περιοριστικός•

    -ые мероприятия περιοριστικά μέτρα.

    2. μτφ. περιορισμένος (περιορισμένης έκτασης, πεδίου).

    Большой русско-греческий словарь > ограничительный

  • 106 оздоровительный

    επ.
    εξυγιαντικός•

    -ые мероприятия εξυγιαντικά μέτρα.

    || αναρρωτικός.

    Большой русско-греческий словарь > оздоровительный

  • 107 опричнина

    θ. παλ.
    1. έκτακτα μέτρα (τον καιρό του Ιβάν του Τρομερού).
    2. ειδικά στρατιωτικά εκκαθαριστικά τμήματα.
    3. γη η οποία πάρθηκε (αφαιρέθηκε) από τους βογιάρους.

    Большой русско-греческий словарь > опричнина

  • 108 организационный

    επ.
    οργανωτικός•

    -ые мероприятия οργανωτικά μέτρα•

    -ые вопросы οργανωτικά• ζητήματα•

    организационный комитет οργανωτική επιτροπή.

    Большой русско-греческий словарь > организационный

  • 109 отмерить

    ρ.σ.μ. μετρώ, καταμετρώ•

    отмерить десять метров ткани μετρώ δέκα μέτρα ύφασμα.

    || διατρέχω (απόσταση).

    Большой русско-греческий словарь > отмерить

  • 110 отнести

    -есу, -есшь, παρλθ. χρ. отнс
    -несла.
    -лб, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отнесенный, βρ: -сн, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω•

    брат отнс письмо в почту ο αδερφός πήγε το γράμμα στο ταχυδρομείο.

    || μεταφέρω από ένα μέρος σε άλλο παίρνω αναμερίζω•

    отнести й камни от дороги πάρε τις πέτρες από το δρόμο.

    2. παρασύρω•

    ветер отнс шляпу в другую сторону улицы ο άνεμος παρέσυρε το καπέλο στην άλλη μεριά του δρόμου•

    течением -лб (απρόσ.) лодку το ρεύμα παρέσυρε τη βάρκα.

    || μετακινώ, προωθώ, επεκτείνω•

    сосед отнс забор на три метра дальше ο γείτονας επέκτεινε τον περίβολο τρία μέτρα πιο πέρα.

    || απομακρύνω, αναμερώ•

    отнести ей руку в сторону πάρε το χέρι πέρα, αναμέρισε το χέρι.

    3. συμπεριλαβαίνω, συγκαταλέγω. || χρονολογώ, προσδιορίζω χρονολογία• ανάγω. || αποδίδω• θεωρώ•

    отнести ошибку к небрежности αποδίδω το λάθος σε αμέλεια.

    4. αναβάλλω•

    отнести дело на осень αναβάλλω την υπόθεση για το Φθινόπωρο.

    || αποκόπτω, κόβω μονομιάς.
    1. (συμπερι) φέρομαι•

    он к нему отнёсся высокомерно αυτός του φέρθηκε αλαζονικά (υπεροπτικά)•

    отнести с уважнием φέρνομαι με σεβασμό.

    || δέχομαι, εκλαμβάνω, παίρνω• δείχνω•

    он отнёсся с недоверием к его словам αυτός έδειξε δυσπιστίαστα λόγια του ή αυτός δέχτηκε τα λόγια τουμε δυσπιστία.

    2. παλ. αποτείνομαι, απευθύνομαι•

    к нему и следует отнести σ αυτόν πρέπεινα αποτανθείτε•

    это ко мне не -стся αυτόδε θα αφορέσει εμένα.

    Большой русско-греческий словарь > отнести

  • 111 перестраховать

    -хую, -хуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перестрахованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ασφαλίζω εκ νέου•

    перестраховать своё имущество ξαναβάζω στην ασφάλεια την περιουσία μου.

    2. ασφαλίζω (όλα, πολλά)•

    перестраховать все дома ασφαλίζω όλα τα σπίτια.

    1. ασφαλίζομαι εκ νέου.
    2. επιφυλάσσομαι, προσέχω, πέρνω μέτρα ασφάλειας.

    Большой русско-греческий словарь > перестраховать

  • 112 подогнать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подогнанный, βρ: -нан, -а, -о.
    1. φέρω, οδηγώ, κατευθύνω πλησίον ή κάτω απο•

    подогнать скот к воротам οδηγώ τα ζώα κοντά στην αυλόπορτα•

    подогнать лодку под мост κατευθύνω τη βάρκα κάτω από το γεφύρι.

    2. επισπεύδω, επιταχύνω, αναγκάζω να τρέξει ή να πράξει ταχύτερα•

    подогнать лошади αναγκάζω (μαστιγώνω) τα άλογα να τρέξουν γρηγορότερα•

    подогнать ленивца αναγκάζω τον τεμπέλη να δουλεύει γρηγορότερα.

    || ξεπερνώ την καθυστέρηση.
    3. φέρνω στα μέτρα, συνταιριάζω• συναρμόζω, κάνω να συμπέσει λεπτύνω, τρώγω. || (για χρόνο)• κανονίζω, καθορίζω να συμπέσει (με κάτι άλλο)•

    подогнать свадьбу к празднику κανονίζω να συμπέσει ο γάμος με τη γιορτή..

    Большой русско-греческий словарь > подогнать

  • 113 превентивный

    επ. (γραπ. λόγος)• προληπτικός• αποτρεπτικός•

    -ая прививка προληπτικό εμβόλιο•

    мероприятия -ого характера μέτρα προληπτικού χαρακτήρα•

    -ое наступление προληπτική επίθεση•

    -ая воина προληπτικός πόλεμος.

    Большой русско-греческий словарь > превентивный

  • 114 предварительный

    επ.
    1. προκαταρκτικός•

    -ые переговоры προκαταρκτικές συνομιλίες•

    -ое следствие προανάκριση•

    -ое заключения προφυλάκιση•

    -ое условие προκαταρκτικός όρος•

    -ые меры προκαταρκτικά μέτρα•

    -ая команда προειδοποιητικό παράγγελμα.

    2. προκαταβολικός, πρότερος.

    Большой русско-греческий словарь > предварительный

  • 115 предосторожность

    θ.
    προφύλαξη•

    принять меры -и παίρνω προφυλακτικά μέτρα.

    || μέτρο προφυλακτικό.

    Большой русско-греческий словарь > предосторожность

  • 116 предохранительный

    επ.
    ασφαλιστικός προφυλακτικός• προστατευτικός•

    предохранительный клапан ασφαλιστική δικλίδα•

    -ые прививки προληπτικός εμβολιασμός•

    -ые меры προφυλακτικά μέτρα.

    Большой русско-греческий словарь > предохранительный

  • 117 предпринять

    ρ.σ.μ.
    επιχειρώ κάνω, πράττω• πραγματοποιώ• επιλαμβάνομαι• δοκιμάζω•

    предпринять попытку κάνω απόπειρα, αποπειρώμαι•

    предпринять издание книги επιλαμβάνομαι την έκδοση βιβλίου•

    предпринять путешествие επιχειρώ ταξίδι•

    предпринять меры παίρνω δοκιμαστικά μέτρα.

    Большой русско-греческий словарь > предпринять

  • 118 предупредительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -о.
    1. προφυλακτικός, προληπτικός•

    -ые меры προληπτικά μέτρα.

    || προειδοποιητικός (για κίνδυνο).
    2. περιποιητικός, εξυπηρετικός, φιλόφρονας, -νητικός•

    предупредительный человек φιλόφρονας άνθρωπος.

    Большой русско-греческий словарь > предупредительный

  • 119 применить

    -еню, -енишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. применённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    1. εφαρμόζω χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι• μετέρχομαι•

    применить закон εφαρμόζω το νόμο•

    применить самые строгие меры εφαρμόζω τα πιο αυστηρά μέτρα•

    применить на практике εφαρμόζω στην πράξη•

    применить силу χρησιμοποιώ βία.

    2. προσαρμόζω.
    3. (διαλκ.) συγκρίνω, παραβάλλω.
    προσαρμόζομαι συμμορφώνομαι•

    применить к обстоятельствам προσαρμόζομαι στις περιστάσεις•

    применить к чьему-л. характеру συμμορφώνομαι με το χαρακτήρα κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > применить

  • 120 принуждение

    ουδ.
    1. εξαναγκασμός, καταναγκασμός• επιβολή•

    меры -я μέτρα εξαναγκασμού.

    2. παλ. βλ. принужднность.

    Большой русско-греческий словарь > принуждение

См. также в других словарях:

  • μέτρα — μέτρα, ἡ (Μ) 1. καταμέτρηση, μέτρημα 2. μέτρο χωρητικότητας υγρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μετρῶ] …   Dictionary of Greek

  • μέτρα — τα 1. το σύνολο των ενεργειών για προστασία, αποτροπή ενός κακού, άμυνα: Οι υγειονομικές αρχές πήραν μέτρα για να μην επεκταθεί η επιδημία. 2. (νομ.), «προσωρινά μέτρα», προσωρινή διευθέτηση διαφοράς ανάμεσα σε αντιδίκους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέτρα — μέτρον that by which anything is measured neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοικητικά μέτρα — Κάθε ενέργεια της διοίκησης, που τείνει στη διασφάλιση των στόχων της ομαλής λειτουργίας της και στη ρύθμιση των σχέσεών της με τους διοικούμενους, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το γενικό κοινωνικό συμφέρον και την ομαλή συνύπαρξη των πολιτών μέσα στα… …   Dictionary of Greek

  • Δέκα μέτρα καὶ ἕν τέμνε. — См. Десятью примерь, однова отрежь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • αιολικά μέτρα — Ονομασία των δακτυλοτροχαϊκών μέτρων που χρησιμοποιούσαν οι αιολικοί ποιητές και μάλιστα οι διασημότεροι όπως η Σαπφώ και ο Αλκαίος. Χαρακτηριστικό των μέτρων αυτών ήταν ο σταθερός αριθμός συλλαβών. Δεν ήταν, δηλαδή, δυνατή η αντικατάσταση μιας… …   Dictionary of Greek

  • δρακόντεια μέτρα — Βλ. λ. Δράκων …   Dictionary of Greek

  • μέτρ' — μέτρα , μέτρον that by which anything is measured neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»