Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ταῦ

См. также в других словарях:

  • ταῦ — neut …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταυ — το / ταῡ, ΝΜΑ το δέκατο ένατο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου νεοελλ. 1. τεχνολ. εργαλείο τεχνικών σχεδιάσεων που αποτελείται από δύο κανόνες κάθετους μεταξύ τους 2. φρ. α) «σύνδεση ταυ» σύνδεση δοκών ή σωλήνων σε σχήμα απλού ή διπλού κεφαλαίου… …   Dictionary of Greek

  • ταυ — το άκλ. 1. το Τ, το δέκατο ένατο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. 2. εργαλείο τεχνικών σχεδιάσεων σε σχήμα απλού ή διπλού ταυ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταύρω — ταύ̱ρω , ταῦρος bull masc nom/voc/acc dual ταύ̱ρω , ταῦρος bull masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταύροιο — ταύ̱ροιο , ταῦρος bull masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταύροις — ταύ̱ροις , ταῦρος bull masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταύροισι — ταύ̱ροισι , ταῦρος bull masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταύροισιν — ταύ̱ροισιν , ταῦρος bull masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταύρου — ταύ̱ρου , ταῦρος bull masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταύρους — ταύ̱ρους , ταῦρος bull masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταύρωι — ταύ̱ρῳ , ταῦρος bull masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»