-
1 ταύ
-
2 ταῦ
-
3 ταυ
τό indecl. тау ( название буквы τ) -
4 ταῦ
-
5 ταῦ
ταῦ, τό (Hippocr.; Pla., Cratyl. 364c) tau, numeral for 300 B 9:8; s. τ´ (numerical symbol). -
6 ταύ
το άκλ. таф (название девятнадцатой буквы греческого алфавита);§ δοκός ταύ — тавровая балка
-
7 ταῦ
Τ, τ, ταῦ, τό, indecl., neunzehnter Buchstabe im griechischen ; als Zahlzeichen τ' = 300, aber,τ = 300000. -
8 ταύρω
ταύ̱ρω, ταῦροςbull: masc nom /voc /acc dualταύ̱ρω, ταῦροςbull: masc gen sg (doric aeolic)——————ταύ̱ρῳ, ταῦροςbull: masc dat sg -
9 ταύροιο
ταύ̱ροιο, ταῦροςbull: masc gen sg (epic) -
10 ταύροις
ταύ̱ροις, ταῦροςbull: masc dat pl -
11 ταύροισι
ταύ̱ροισι, ταῦροςbull: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
12 ταύροισιν
ταύ̱ροισιν, ταῦροςbull: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
13 ταύρου
ταύ̱ρου, ταῦροςbull: masc gen sg -
14 ταύρους
ταύ̱ρους, ταῦροςbull: masc acc pl -
15 ταύρωι
ταύ̱ρῳ, ταῦροςbull: masc dat sg -
16 ταύρων
ταύ̱ρων, ταῦροςbull: masc gen plταυράωwant the bull: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)ταυράωwant the bull: imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
17 ταύρως
ταύ̱ρως, ταῦροςbull: masc acc pl (doric) -
18 тройник
1. (труб) η ένωση με τρεις κλάδουςη ένωση Τ(ταυ)2. (волноводный) η διακλάδωση, το Τ(ταυ).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тройник
-
19 ταΰς
ταΰς,A = μέγας, πολύς, and [full] ταΰσας· μεγαλύνας, πλεονάσας, Hsch.:— hence Madvig restored κεκτημένος ταῢ χρυσίον (for τ' αὖ πολὺ χρ.) in Poet. ap. Pl.Tht. 175c-- πολύ (which is absent in codd. BT, though added by a later hand in T and found (without τ' αὖ or ταῢ ) in the citation by Iamb.Protr.14) being a gloss. -
20 tau [2]
2. tau (thau), n. indecl. (ταῦ), Name des griech. Buchstaben T, Auson. edyll. 12. grammaticom. 6. p. 139 Schenkl. Paul. Nol. 26, 624: als Zeichen des Kreuzes, Tert. adv. Marc. 3, 22: et signa (zeichne) thau super frontes virorum gementium, Vulg. Ezech. 9, 4.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ταῦ — neut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυ — το / ταῡ, ΝΜΑ το δέκατο ένατο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου νεοελλ. 1. τεχνολ. εργαλείο τεχνικών σχεδιάσεων που αποτελείται από δύο κανόνες κάθετους μεταξύ τους 2. φρ. α) «σύνδεση ταυ» σύνδεση δοκών ή σωλήνων σε σχήμα απλού ή διπλού κεφαλαίου… … Dictionary of Greek
ταυ — το άκλ. 1. το Τ, το δέκατο ένατο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. 2. εργαλείο τεχνικών σχεδιάσεων σε σχήμα απλού ή διπλού ταυ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταύρω — ταύ̱ρω , ταῦρος bull masc nom/voc/acc dual ταύ̱ρω , ταῦρος bull masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταύροιο — ταύ̱ροιο , ταῦρος bull masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταύροις — ταύ̱ροις , ταῦρος bull masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταύροισι — ταύ̱ροισι , ταῦρος bull masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταύροισιν — ταύ̱ροισιν , ταῦρος bull masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταύρου — ταύ̱ρου , ταῦρος bull masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταύρους — ταύ̱ρους , ταῦρος bull masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταύρωι — ταύ̱ρῳ , ταῦρος bull masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)