-
1 ταὐτο-γενής
ταὐτο-γενής, ές, von demselben Geschlechte, von derselben Gattung, Nicet.
-
2 ταὐτογενής
ταὐτο-γενής, ές, von demselben Geschlechte, von derselben Gattung
См. также в других словарях:
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek