-
1 ταὐτολογέω
A repeat what has been said,περί τινος Plb.1.1.3
;ὑπέρ τινος Id.1.79.7
;τ. τὸν λόγον Str.12.3.27
:—abs., Plb.36.12.2, Phld. Po.Herc.994.30, Hermog.Inv.3.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταὐτολογέω
-
2 ταὐτολόγημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταὐτολόγημα
-
3 ταὐτολογία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταὐτολογία
-
4 ταὐτολογικῶς
ταὐτολογ-ικῶς, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταὐτολογικῶς
-
5 ταὐτολόγος
ταὐτολόγ-ος (parox.), ον,A repeating what has been said, tautologous, AP9.206 (Eupith.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταὐτολόγος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский