Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ταχύποτμος

См. также в других словарях:

  • ταχύποτμος — Lyr. Alex.Adesp. masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχύποτμος — ον, ΜΑ ταχύμορος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πότμος «τύχη, περιπέτεια» (πρβλ. κακό ποτμος)] …   Dictionary of Greek

  • ταχύποτμον — ταχύποτμος Lyr. Alex.Adesp. masc/fem acc sg ταχύποτμος Lyr. Alex.Adesp. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχύποτμοι — ταχύποτμος Lyr. Alex.Adesp. masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»