-
1 ταχύ-φυος
-
2 ταχύφυος
См. также в других словарях:
ροδινόφυος — ον, Μ αυτός που έχει ρόδινο χρώμα («χείλη ῥοδινόφυα», Διγ. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδινος + φυος (< φύομαι), πρβλ. ταχύ φυος] … Dictionary of Greek
ταχυφυής — ές, Α αυτός που φυτρώνει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + φυής (< φύομαι «φυτρώνω», μέσω ενός ουδ. φύος), πρβλ. μεγαλο φυής] … Dictionary of Greek