-
1 ταχύ-πνοια
ταχύ-πνοια, ἡ, schnelles Athemholen, Hippocr.
-
2 ταχύπνοια
τᾰχῠ-πνοια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταχύπνοια
-
3 ταχύπνοια
ταχύ-πνοια, ἡ, schnelles Atemholen
См. также в других словарях:
τραυματόπνοια — η, Ν ιατρ. αναπνευστικός ήχος που ακούγεται κατά την έξοδο και την είσοδο τού αέρα όταν ένα θωρακικό τραύμα έχει προκαλέσει επικοινωνία της κοιλότητας τού υπεζωκότα με την εξωτερική ατμόσφαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. traumatopnea… … Dictionary of Greek