-
1 ταχυτάτος
-
2 ταχυτᾶτος
-
3 ταχύτατος
ταχύςswift: masc nom sg (ionic) -
4 ταχύς
I of motion, swift, fleet, opp. βραδύς,1 of persons and animals, either abs., Il.18.69, etc.; or more fully,πόδας ταχύς 13.249
, 482, 17.709, etc.;ταχὺς ἔσκε θέειν Od.17.308
; θείειν τ. Il.16.186, Od.3.112; κύνες, ἔλαφος, πτώξ, ἵππος, Il.3.26, 8.248, 17.676, 23.347, etc.;οἰωνόν, ταχὺν ἄγγελον 24.292
, cf. Od.15.526; τ. βαδιστής a quick walker, E.Med. 1182; σφοδροὶ καὶ τ. X.Cyr.2.1.31.2 of things,τ. πόδες Il.6.514
, cf. Od.13.261, etc.; τ. ἰός, ὀϊστοί, Il.4.94, Od.22.3, etc.; ;- ύτατα ἅρματα Pi.O.1.77
; νῆες, τριήρεις, Hdt.8.23, Th.6.43, etc.; [ἴχνος] τὸ τοῦ ποδὸς μὲν βραδύ, τὸ τοῦ δὲ νοῦ ταχύ E. Ion 742
.II of thought and purpose, quick, hasty, : c. inf., βλάπτειν τ. Ar.Ra. 1428;τ. βουλεῦσαί τι ἀνήκεστον Th.1.132
, cf. 118, Luc. Dem.Enc.12; alsoτ. πρὸς ὀργήν Plu.Cat.Mi.1
; τὸ ταχύ speed, haste, E.Ph. 452, X.Eq.7.18, etc.2 of actions, events, etc., rapid, sudden, ; ᾅδης, μόρος, E.Hipp. 1047, Mosch.3.26;πόλεμος Th.4.55
, 6.45;φυγή Id.4.44
; ; short, τ. ἐλπίδες fleeting hopes, Pi.P.1.83;ἐπαυρέσεις Th.2.53
; ;ταχεῖ σὺν χρόνῳ S.OC 1602
; τ. διήγησις short, rapid, Arist. Rh. 1416b30.B Adv.,1 regul. τᾰχέως, quickly, opp. βραδέως, Il.23.365, Hes.Th. 103, etc.:—rarely in sense perhaps (cf.τάχα 11
), Plb.16.25.8.2 the Adv. is also expressed by periphr., διὰ ταχέων in haste, Th.1.80, 3.13, Pl.Ap. 32d, X.An.1.5.9;ἐκ ταχείας S.Tr. 395
; cf.τάχος 11
.3 neut. ταχύ as Adv., Pi.P.10.51, N.1.51, S.Ph. 349, E.HF 885 (lyr.), Ar.Eq. 109, Gal.16.665, etc.; ἤδη ἤδη τ. τ. Sammelb. 4321.21, BGU956.3 (both iii A.D.); ἄρτι ἄρτι τ. τ. Arch.Pap.5.393 (ii A.D.); also τάχα (q.v.).4 the Adj. ταχύς is freq. construed with Verbs, where we should use the Adv.,ταχέες δ' ἱππῆες ἄγερθεν Il.23.287
;ταχεῖά γ' ἦλθε χρησμῶν πρᾶξις A.Pers. 739
;ὁρμάσθω ταχύς S.Ph. 526
; δεῦρ' ἀφίξεται τ. Id.OC 307;τ. χάρις διαρρεῖ Id.Aj. 1266
, cf. Th.2.75, 5.66.C Degrees of Comparison:I [comp] Comp.:1 the form [full] τᾰχύτερος, α, ον, is used by Hdt., , cf. 7.194; also in Arist.Mu. 394b3, Arr.Ind.9.6, Aret.SD1.16, but not in good [dialect] Att.; ταχύτερον as Adv., Hdt.4.127, 9.101, Hp. Prog.17.2 the more usual form is [full] θάσσων, neut. θᾶσσον, gen. ονος, [dialect] Att. [full] θάττων, neut. θᾶττον, Il.15.570, 13.819 (elsewh. only neut. in Hom.), etc.:—neut. as Adv., freq. in Hom., Od.2.307, al.; θᾶσσον ἂν.. κλύοιμι sooner, i.e. rather, would I hear, S.Ph. 631; θᾶσσον also often stands for the Positive, Il.2.440, Od.15.201, 16.130, Pi.P.4.181, Ar.Nu. 506, V. 187, Ra.94; οὐ θᾶσσον οἴσεις; i.e. make haste and bring, S.Tr. 1183, cf. OT 430; θᾶττον νοήματος quicker than thought, X.Mem.4.3.13, cf. Ar.V. 824, etc.; with a Conj., ὅτι θᾶσσον, like ὅτι τάχιστα, Theoc.24.48; ἐπειδὴ θᾶττον συνεσκότασεν as soon as.., D.54.5;ἐπειδὰν θ. συνιῇ τις Pl.Prt. 325c
;ὅταν θ. φθέγγηται ὁ κόκκυξ Arist.HA 563b17
, cf. 611a5; ἐὰν or ἢν θ. as soon as.., X.Cyr.3.3.20, An.6.5.20, Pl.Alc.1.105a; ἂν θ. Men. Pk. 174; εἰ θ. Pl.Ep. 324b; ὡς θ. Plb.1.66.1, 3.82.1; θ. rarely = sooner than, before, ἐξήλαυνον μεσημβρίας οὐ πολλῷ τινι θ. Aristid. Or.51 (27).13 (cf. τάχιον infr. 3).3 the form [full] ταχίων [pron. full] [ῑ], neut. ιον, is freq. in late Prose, as LXX Wi.13.9, 1 Ma.2.40, Ph.Bel.69.14, 17, 73.23, Gem.1.20, D.H.6.42, D.S.20.6, J. (v. infr.), Plu.2.240d, Ev.Jo. 20.4, Alciphr.3.4; also in Hp.Mul.1.1, Men.402.16; but condemned by Phryn.58, Hdn.Philet.p.436 P.; τὴν ταχίονα τῆς τροφῆς παράθεσιν earlier, sooner, Gal.19.206:—Adv. τάχιον earlier, πλέεται.. περὶ τὸν Σεπτέμβριον μῆνα.., οὐδὲν δὲ κωλύει κἂν τ. Peripl.M.Rubr. 24; τ. τῆς ὑποσχέσεως sooner than they had promised, Rev.Ét.Gr. 6.159 ([place name] Iasus);τ. τοῦ παραγγέλματος J.BJ4.4.2
;εἰς μακρὸν αὐτῶν γῆρας καὶ βίου μῆκος ὅμοιον τοῖς τ. ἐπερχομένων Id.AJ1.3.7
;ἀποπαύεται οὔτε τ. ἐτῶν τεσσαράκοντα οὔτε βράδιον ἐτῶν πεντήκοντα Sor. 1.20
, cf. 48, al.; formerly,ἐπεσκεύασαν τὸ παρόχιον,.. τ. γενόμενον γυμνάσιον IGRom.3.639
(Lycia, ii A.D.), cf. 4.1517 ([place name] Sardis), 1632.14 ([place name] Philadelphia), 1665.5 ([place name] Tira), Keil-Premerstein Dritter Bericht p.79 (iii A.D.), Hermes 63.229 ([place name] Callatis); cf. supr. 2 fin.II [comp] Sup.:1 the form [full] ταχύτατος is rare,ταχύτατα ἅρματα Pi.O.1.77
; ταχύτατα as Adv., X.HG5.1.27 codd., Antiph.87 codd.; but both passages have been corrected.2 the usual form is [full] τάχιστος, η, ον, used by Hom. only in neut. pl. τάχιστα as Adv., most quickly, most speedily, ὅττι τάχιστα as soon as may be, as soon as possible, Il.4.193, 9.659, al.;ὅτι τάχιστα S.OT 1341
(lyr.), Th.3.31, etc.; so ὅσον τ. A.Ch. 772, S. OT 1436, etc.; ᾳ (prob.) τ. Pi.O.13.79; ὅπως τ. A.Ag. 605, S.OT 1410, Ar.V. 167; ὡς τ. IG12.76.23, Hdt.1.210, Th.4.15, E.Rh. 147, X.An.1.3.14: these are ellipt. phrases, as may be seen from the foll. examples,ὡς δυνατόν ἐστι τάχιστα Pl.Lg. 710b
, X.Cyr. 5.4.3; ᾗ δυνατὸν τ. Id.HG6.3.6; ὡς or ᾗ ἠδύνατο τ. Id.Cyr.3.2.14, An.1.2.4; ὡς δύναιτο τ. Hdt.1.79; ὡς or ᾗ ἂν δύνωμαι τ. X.HG4.1.38, Cyr.7.1.9, cf. IG12.106.18.b τάχιστα after Particles of Time, as soon as, ἐπεὶ ([dialect] Ion. ἐπεί τε) , Hdt.1.27,75, 7.163, X.An.7.2.6, PCair.Zen.34.12 (iii B.C.); ἐπειδὴ τ. Pl.Prt. 310d, Is.9.3, D.27.16, etc.; ἐπεὰν τ. Hdt.4.134, 7.129, 8.144; ἐπὰν τ. X.An.4.6.9; ἐπειδὰν τ. Id.Cyr.1.3.14, An.3.1.9; ὅταν τ. Id.Cyr.4.5.33: also ὡς τ. separated by one or more words,ὡς ἡμέρη τ. ἐγεγόνεε Hdt.1.11
, cf. 19, 47,65, al., X.Cyr.1.3.2, Mem.1.2.16, al.;ὡς δὲ τ. ἐξῆλθε.. κόρον ἔτεκε IG42(1).121.4
(Epid., iv B.C.);ὡς γὰρ τ. εἰσῆλθον Men.Pk. 287
;ὡς ἂν τ. λάβῃς τὴν ἐπιστολήν PCair.Zen.241.1
(iii B.C.); but ὡς τ. γὰρ ἀπεδήμησας ib.472.7 (iii B.C.); ὅπως τ. A.Pr. 230:—the same notion is sometimes expressed by the part., ἀπαλλαγεὶς τάχιστα, = ὡς ἀπηλλάγη τ., Plu.Dem.8, cf. 25.3 freq. also in Prose, τὴν ταχίστην (in full,τὴν τ. ὁδόν X.An.1.2.20
, Luc.Rh.Pr.4 ) as Adv., by the quickest way, i.e. most quickly, Hdt. 1.24,73,81,86, Hyp.Eux.7, Men. Pk.75, Plb.1.33.4, etc. (Cf. Lith. (dial.) deñgti, Lett. diêgt, both = 'run quickly', Polish dążyć 'hurry'.)
См. также в других словарях:
ταχύτατος — η, ο / ταχύτατος, άτη, ον, ΝΜΑ (υπερθ. τ.) βλ. ταχύς … Dictionary of Greek
ταχυτᾶτος — ταχυτής quickness fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύτατος — ταχύς swift masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξιφίας — (xiphias gladius). Τελεόστεο περκόμορφο ψάρι, μοναδικό είδος της οικογένειας των ξιφιδών. Το ψάρι αυτό, που μπορεί να ξεπεράσει σε μήκος τα 4 μ. και ζυγίζει κατά μέσο όρο 300 κιλά, ζει σε όλες τις εύκρατες και θερμές θάλασσες και τρέφεται με… … Dictionary of Greek
ταχύς — εία, ύ / ταχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, συγκριτ. ταχύτερος, η, ο, υπερθ. ταχύτατος, η, ο και τάχιστος, η, ο, Ν, και συγκριτ. ταχύτερος, έρα, ον και ταχίων, τάχιον, και θάσσον, θᾱσσον, και υπερθ. ταχύτατος, άτη, ον και τάχιστος, ίστη, ον, ΜΑ, και αττ. τ.… … Dictionary of Greek
ασθματικός — ή, ό (AM ἀσθματικός, ή, όν) [άσθμα] αυτός που πάσχει από δύσπνοια, από άσθμα νεοελλ. ο ταχύτατος, αυτός που προκαλεί λαχάνιασμα («ασθματικός ρυθμός») αρχ. εκείνος που αναπνέει με δυσκολία … Dictionary of Greek
εύφημος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της Αργοναυτικής εκστρατείας και της Μητιονίκης. Άλλες παραδόσεις τον εμφανίζουν ως κάτοικο του Ταινάρου, όπου ο πατέρας του είχε ιερό, και ως σύζυγο της Λαονόμης, κόρης του Αμφιτρίωνα και της Αλκμήνης. Σύμφωνα με τον… … Dictionary of Greek
καρχαρίας — Κοινή ονομασία διαφόρων σελαχίων ψαριών της τάξης των σκουαλιμόρφων (σελαχοειδή πλαγιόστομα). Τα ψάρια αυτά χαρακτηρίζονται κυρίως από το κοντό ρύγχος, το πολύ μακρύ και λεπτό σώμα, την απουσία εδραίου πτερυγίου, την παρουσία 5 6 βραγχιακών… … Dictionary of Greek
νυχτερίδα — Κοινή ονομασία ιπτάμενων θηλαστικών της τάξης των χειροπτέρων. Ιδιαίτερα ονομάζουν ν. κάθε είδος που υπάγεται στην οικογένεια των Βεσπερτιλιονιδών, της μεγάλης τάξης των μικροχειροπτέρων· η οικογένεια αυτή, που χαρακτηρίζεται από την ομοιογένειά… … Dictionary of Greek
πούμα — (felis concolor). Θηλαστικό της οικογένειας των αιλουροειδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Έχει συνολικό μήκος μέχρι 1,85 μ. από τα οποία τα 65 εκ. καταλαμβάνει η ουρά, και ύψος μέχρι το ακρώμιο 50 – 70 εκ. Όπως και τα άλλα αιλουροειδή έχει τέλεια… … Dictionary of Greek
στερκοράριος — Όνομα πτηνών της οικογένειας των Στερκοραριδών, της τάξης των χαραδριόμορφων και εντόμων της οικογένειας των Σκαραβαιιδών. Οι Στερκοραρίδες ή Κοπροδίαιτοι, ονομάζονται έτσι γιατί κατά το παρελθόν πιστευόταν ότι τρέφονταν από τ απορρίμματα άλλων… … Dictionary of Greek