-
1 ταχυμορος
-
2 ταχύμορος
τᾰχῠ-μορος, ον,A quickly dying, short-lived, (lyr.): also [suff] τᾰχῠ-μόριος, Keil-Premerstein Zweiter Bericht No. 264 (Phrygia, iii A.D.): and [suff] τᾰχῠ-μοιρος, Epigr.Gr. 365 ([place name] Cotiaeum), 367 (ibid.), Supp.Epigr.6.159.17 (Phrygia, iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταχύμορος
-
3 ταχύμορος
-
4 ταχύμορον
ταχύμοροςquickly dying: masc /fem acc sgταχύμοροςquickly dying: neut nom /voc /acc sg -
5 ταχύμοροι
ταχύμοροςquickly dying: masc /fem nom /voc pl -
6 ταχύ-ποτμος
ταχύ-ποτμος, = ταχύμορος, von kurzem Lebensloose, bald sterbend; ἀνέρων ἐϑνος, Pind. Ol. 1, 66; Ep. ad. (App. 345); Nonn.
-
7 ταχύποτμος
τᾰχῠ-ποτμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταχύποτμος
См. также в других словарях:
ταχύμορος — ον, ΜΑ αυτός που πεθαίνει γρήγορα, βραχύβιος («ἀλλα ταχύμορον γυναικογήρυτον ὄλλυται κλέος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μορος (< μόρος), πρβλ. κακό μορος] … Dictionary of Greek
ταχύμορον — ταχύμορος quickly dying masc/fem acc sg ταχύμορος quickly dying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύμοροι — ταχύμορος quickly dying masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυμόριος — ον, Α [ταχύμορος] ταχύμορος· … Dictionary of Greek
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek
ταχύμοιρος — ον, Α ταχύμορος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. ὀλβιό μοιρος] … Dictionary of Greek
ταχύποτμος — ον, ΜΑ ταχύμορος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πότμος «τύχη, περιπέτεια» (πρβλ. κακό ποτμος)] … Dictionary of Greek