-
1 ταχύβουλος
ταχύ-βουλος, von schnellem Entschluß, den Entschluß schnell ändernd -
2 ταχύιμητις
ταχύιμητις, ιος, ὁ, ή, = ταχύβουλος, sp. D.
См. также в других словарях:
ταχύβουλος — hasty in counsel masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύβουλος — ον, Α αυτός που αποφασίζει γρήγορα («διαβαλλόμενος ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν ἐν Ἀθηναίοις ταχυβούλοις», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + βουλος (< βουλή), πρβλ. κακό βουλος] … Dictionary of Greek
ταχύβουλον — ταχύβουλος hasty in counsel masc/fem acc sg ταχύβουλος hasty in counsel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυβούλοις — ταχύβουλος hasty in counsel masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek
ταχύμητις — Α (κατά τον Ησύχ.) «ταχύβουλος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μητις (< μῆτις «ευφυΐα»), πρβλ. ποικιλό μητις] … Dictionary of Greek